United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η γυναίκα αγάλια αγάλια απέθεσε το κεφάλι του εις τα χόρτα, και εσηκώθη, και τους λέγει με σιγανήν φωνήν, αλλά φοβεριστικήν, ότι, αν δεν κατεβούν, εξυπνά το Τελώνιον και τους θανατώνει· αυτοί οι δυστυχείς μη δυνάμενοι να αποφύγουν τον κίνδυνον, κατέβησαν με κάθε φόβον και προσοχήν διά να μην εξυπνήσουν το Τελώνιον και όταν εκατέβησαν, τους έλαβεν από τα χέρια, και τους επαραμέρισεν ολίγον ξέμακρα ανάμεσα εις τα δένδρα, προβάλλοντάς τους να συγκατανεύσουν εις τα θελήματά της· αλλ' αυτοί δεν ήθελαν να κλίνουν.

Τα κτήνη εβάδιζον ασφαλώς και απροσκόπτως, ακολουθούμενα από τον αγωγιάτην. Κίνδυνος βεβαίως ουδείς υπήρχε. Και όμως, το δύσβατον του εδάφους, το περιβάλλον ημάς σκότος, οι κρημνοί τους οποίους εξαίφνης εβλέπομεν προβάλλοντας ενώπιόν μας εις τους ελιγμούς του ανηφόρου, η ερημία, τα πάντα ομού συνέστελλον κάπως την καρδίαν. Καθ' όλον τον δρόμον δεν αντηλλάξαμεν λέξιν με τον Νίκον.

Ο βασιλεύς διά μεγαλυτέραν αμοιβήν διά να με υποχρεώση να μείνω παντοτεινά εις την πολιτείαν του, με επαρακίνησε να υπανδρευθώ, μάλιστα προβάλλοντάς μου μίαν πλουσίαν ωραιοτάτην κόρην, θυγατέρα ενός άρχοντος του παλατίου του, τάζοντάς μου αυτός την χάριν του, την προστασίαν του, και την επίσκεψίν του παντοτινά· έκλινα εις το ζήτημα του βασιλέως, και υπανδρεύθην με αυτήν την κόρην, από την οποίαν ευχαριστούμουν πάρα πολύ διά την άκραν αγάπην, που ανάμεσά μας επολιτεύετο· όμως ο σκοπός μου ήτον διά να γυρίσω εις την πατρίδα μου, και με όλες τες ανάπαυσες που είχα, δεν ησύχαζα.

Ωραίο σύμπλεγμα! είπε ο Γκενεβέζος, προβάλλοντας το κεφάλι του. — Νομίζω πως βλέπω εικόνα Μηκυναϊκού αγγείου· είπε κι ο Περαχώρας, παίζοντας τα πονεμένα μάτια του. Ο Αριστόδημος έμεινε πίσω κατάχλωμος. από θυμό. Το θέαμα του φαινόταν ανήθικο, και πρόστυχο μαζί. Ένας γιος του Ευμορφόπουλου, να στέκη τόσην ώρα φορτωμένος μια κόρη ταπεινή! Τόλεγε ατιμία που πασάλειφε όλη του τη γενιά.

Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση, σ' όλο το χωριό γύρα.

Στον δεύτερο ερευνάται αν η αντίληψη του δικαίου είναι έμφυτη ή επίκτητη, και στον τρίτο αν μπορή να διδαχτή ή όχι η αρετή, για να καταλήξη στο συμπέρασμα, ότι η αρετή είναι θείο δώρο. Μετάφραση του Σ. Λιμπεροπούλου. Φίληβος : Στην ερώτηση, πού βασίζεται το αγαθό, ο Φίληβος απαντά προβάλλοντας την ηδονή κι ο Σωκράτης αντιπαραβάλλει τη φρόνηση.

Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.