United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι κάνεις; Μπορεί να κατέβουν και να μας εύρουν κλεισμένους εδώ. Ε λ έ ν η Δεν υπάρχει φόβος. Όλοι λείπουν. Η μαμά σου και ο θείος παν να συνοδεύσουν την κ Βιλή, που φεύγει. Τα κορίτσια παν εις την μοδίστρα, όπου θα σε περιμένουν, ως και μένα για τα μαγαζειά. Ώστε, είμεθα μόνοι. Κ ώ σ τ α ς Αδιάφορον! Ε λ έ ν η. Δεν σ' αφίνω να περάσης.

Μόλις ετοποθετήθημεν εις την άμαξαν, και αι νεανίδες εχαιρέτησαν, έκαμαν αμοιβαίως τας παρατηρήσεις των διά την ενδυμασίαν, και μάλιστα διά τα καπέλλα των, και επερίπαιξαν αρκετά την συντροφιάν που επερίμεναν, ότε η Καρολίνα διέταξε τον αμαξηλάτην να σταματήση και είπε στ' αδέλφια της να κατεβούν, αυτά εζήτησαν μίαν φοράν ακόμη να της φιλήσουν το χέρι· το μεγαλύτερο έκαμε μάλιστα τούτο με όλην την αβρότητα που μπορεί να έχη δεκαπέντε χρονών παιδί, το δε άλλο με πολλήν ορμήν και αδεξιότητα.

Το πηγάδι είχε πλάτο, Κι' αρκετό νερό στον πάτο· Εύκολο ήταν να κατέβουν, Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν· Μόν ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι αυτό να δώση, Πρόθυμος ευτύς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψομε πλιο τώρα.

Εκείνος επρότεινε τους όρους του· θα κατεβή ναι, αν κατεβούν μαζί του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους. Αλλοιώς δε γένεται. Ο Αρχαιολόγος αναγκάστηκε να δεχτή. — Ας έρθουν, είπε· φτάνει να μην έχουν μαζί μου κουβέντες· δικό μου και δικό τους. Μονάχα ένα τραπέζιας το βάλουν στο νου τουςμονάχα ένα τραπέζι θα μας σμίγη... — Ας είνε κ' ένα τραπέζι· παραδέχτηκε ο Δημητράκης.

Και σα θέλεις λίγον κόπο 695 Κάνομε ως αυτόν τον τόπο, Μήπως τύχη και το βρούμε, Και χωρτάτα δροσιστούμε. Συνοδιά το δρόμο παίρουν, Και αρκετή ώρα γύραις φέρουν· 700 Τελοσπάντων πιτυχαίνουν, Κι' ευχαριστημένοι μένουν. Το πηγάδι είχε πλάτο, Κι' αρκετό νερό στον πάτο· Εύκολο ήταν να κατέβουν, 705 Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν·

Κ' εσυγχίζονταν κ' επαρδάλωναν κατά τους σωρούς η φορεσιές κ' η φυσιογνωμίες των χιλιάδων εκείνων. Κ' είχεν ολομπροστά του ο παρατηρητής σχεδόν όλες τες ενδυμασίες κι όλες τες φυσιογνωμίες των λαών της Ηπείρου. Όχι βέβαια γιατί φρόντισαν να κατεβούν τούτοι κατευθείαν από τα μέρη τους στο πανηγύρι. Αλλά γιατί τυχαίνουν να βρίσκωνται καθημερινώς στα Γιάννινα μέσα.

Χριστέ και Παναγιά μου! φωνάζουν κ' οι τρεις τους. — Χριστέ και Παναγιά μου! ανασηκώνεται και μεταφωνάζει η μια τους, η παχύτερη, η αψηλότερη, κ' η πιο αθυρόστομη της παρέας. — Τώρα τα νοιώθω τα τόσα και τόσα που πήρε το μάτι μου και σήμερα μαθές που τους είδα πάλι με του ήλιου τανάβλεμμα όξω από το χωριό κατά του Πανάγου τα δέντρα, πρι να κατέβουν οι μαζώχτρες.

' ως τόσο οι Ρωμιοί, σαν κάθουνται και κουβεντιάζουν το βράδυ κοντά στη μαστίχα τους, ονειρεύονται Φράγκους και Ρούσσους που τοιμάζουνται να κατεβούν και να τους ξαναδώσουν τη λευτεριά. Τέτοια όνειρα να μας βλέπης, Ρωμιέ μου, για να βλέπουμε άσπρη μέρα και μεις. Και θα βλέπη τέτοια όνειρα ο Ρωμιός. Ανοίξτε τα κιουτάπια, να το δήτε κι αυτό.

Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε. — Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους. — Α! ποτέ! ποτέ!... είπε ο Περαχώρας. — Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε.

ΠΡΟΣΠ. Παρατηρήσετε εκείνα που φορούνε, και ύστερα πέστε πόση τιμή έχουν απάνω τους αυτά τα υποκείμενα. Τούτος ο κακόμορφος κατέργαρος εγεννήθη από μία στρίγλα, και μία στρίγλα τόσο φοβερή, που εβίαζε το φεγγάρι, κ' εκυβερνούσε όπως ήθελε τα κύματα, ν' ανεβούν και να κατεβούν, δίχως τη δύναμή του.