United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σκαρί της όμως δεν είταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξης, θα σου αποκριθώ πως ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν.

Χριστέ και Παναγιά μου! φωνάζουν κ' οι τρεις τους. — Χριστέ και Παναγιά μου! ανασηκώνεται και μεταφωνάζει η μια τους, η παχύτερη, η αψηλότερη, κ' η πιο αθυρόστομη της παρέας. — Τώρα τα νοιώθω τα τόσα και τόσα που πήρε το μάτι μου και σήμερα μαθές που τους είδα πάλι με του ήλιου τανάβλεμμα όξω από το χωριό κατά του Πανάγου τα δέντρα, πρι να κατέβουν οι μαζώχτρες.

Βγήκε, πέρασε από το Καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα Τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά. Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Πλούσια η χρονιά, άλλο τίποτις καρπό τον Οχτώβρη εκείνο τα φουντωμένα κλωνιά, που καθώς έπαιζε ο μεσημερίτης ανάμεσα στα μύρια ξανθόφυλλά τους, θάρρειες και κάθε φύλλου τρεμούλιασμα ξεφανέρωνε κι από μια ελιά, καλοθρεμμένη, βαθοπόρφυρη, με ταργυρόλαμπο χνούδι. Όντας Σαβάτο μέρα, οι πιώτερες οι μαζώχτρες είταν παγεμένες να νοιαστούνε τα σπιτικά τους.

Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε.

Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε. Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια. — Και τίνος το είπες; — Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια. Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν είτανε φυσικό της. Είταν ο φόβος και τηνε συμμάζευε στην αρχή. — Και τώρα για πού;

Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές. — Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι; — Εγώ δεν τις είδα.