Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.

Ο Δημητράκης κρατούσε για το σπίτι και τάλλα τα πουλούσε στην αγορά ή τάλλαζε με σιτάρι κι αραποσίτι που δεν έκανε η αυλή του· Ο Αριστόδημος για τούτα όλα δεν έλεγε τίποτα· ούτε ρώταγε πως κυβερνιέται το σπίτι· Έτρωγε καλά, ντυνότανε καλήτερα, έκανε τις ιδιοτροπίες του και τόβρισκε φυσικό! Μάλιστα η καλοζωή κ' οι περιποίησες της Ελπίδας τον έκαναν πολλές φορές πιο απαιτητικό και ιδιότροπο.

Ο Αριστόδημος το κύτταξε για πολλή ώρα σκεφτικός. Να το ξεκρεμάση ή να τ' αφήση; Τι θάλεγαν οι καλεσμένοι σαν τόβλεπαν ; Θα ντρόπιαζε τους Ευμορφόπουλους ή θα τους τιμούσε περισσότερο; Η δική του γνώμη ήταν να τ' αφήση· μάλιστα τόβρισκε πολύ ταιριαστό. Οι αρχαιότητες και το κέντημα έτσι πλάι βαλμένα, έμοιαζαν στη χάρη σα να ήταν αδέρφια. Έλεγες πως βγήκαν από μια πηγή μεγάλη και πολυπρόσωπη.

Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε.

Τούρχεται μια σοφή ιδέα: Δουλεφτής να είμαι, δεν είμαι· νοικοκύρης να είμαι, δεν είμαι· άμαθος καθώς είμαι στη δουλιά, — τεμπέλης νάλεγε, δεν τόλεγε· είχε μεγάλη ιδέα για λόγου του·τι να κάμω; τι να κάμω; Παπάς να γίνω! Παπάς να γίνη, καλό τόβρισκε. Μα έπρεπε να βρη και τον τρόπο.

Ό,τι καλό δεντρί χαιρότανε ακόμη τη ζωή του από τον καιρό των Ευμορφόπουλων, πέθαινε τώρα με ληστρικό πελέκι. Και σύγκαιρα συνατοί τους ή καθένας μοναχός οι ακάλεστοι κολλήγοι μοίραζαν το χτήμα, σα να ήταν πατρογονικό τους. Ο Χαγάνος τάβλεπε με θλίψη του και δεν τολμούσε να τους εμποδίση. Όχι μόνον δεν τολμούσε· μα και μέσα στην παμπόνηρη ψυχή του τόβρισκε για καλό του αυτό το μαλλοτράβηγμα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν