United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι θρηνούσε, κι' έπειτα βογγούσανε οι γυναίκες. Τότε η Εκάβη δέφτερη τα μοιρολόγια στήνει «Έχτορα, εσύ των σπλάχνων μου το λατρεφτό βλαστάρι, είχες και πρώτα των θεών σα ζούσες την αγάπη, μα και στου χάρου σου έπειτα σε φρόντισαν την ώρα. 750 Τι τ' άλλα μου παιδιά ο γοργός σαν τάπιανε Αχιλέας, αντίκρυτον ψαρύ γιαλό περνώνταςτα πουλούσε, στη Νίμπρο ή Λήμνο ή στο νησί της πεφκωμένης Σάμος· μα εσένα σα σε σκότωσε με τ' άπονο κοντάρι, όλο τριγύρω σ' έσερνε στου βλάμη του τον τάφο 755 που τούσφαξες... μα τάχα τι, μην τον ανάστησε έτσι;.... μα κοίτεσαι όμως δροσερός κι' απείραχτος στον πύργο, σαν κάπιος που ο δοξαριστής λες ήρθε γιος του Δία και σπίτι του τον θέρισε με τις πυκνές σαΐτες

Πράγματι, οι γυναίκες τυλίγονταν καλύτερα μέσα στις κάπες τους και, αφού έλεγαν τις προσευχές στο κομποσκοίνι, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Έμεινε μόνο κάποια που πουλούσε μαντολάτα και ζαχαρωτά από μαύρο αλεύρι, και δυο άντρες που κάθονταν ο έναν στη μια και ο άλλος στην άλλη πλευρά της εισόδου της εκκλησίας κάτω από τον γκρεμισμένο πρόδομο.

Ολοφάνερα δεν είχε από αυτό καμιά ωφέλεια, θα είταν ίσως καλήτερα γι' αυτόν αν πουλούσε τον τόπο γι' άλλα τόσα χρόνια ακόμα. Μα είδε πως οι άλλοι νοικιάζανε το καλοκαίρι το ένα σπίτι. Το εισόδημα αυτό του κίνησε το φτόνο και του καρφώθηκε στο νου η επίμονη ιδέα πως δεν έπρεπε να κατοική κανείς εδώ. Ο τόπος έπρεπε νανήκη σ' αυτόν και σε κανέναν άλλον.

Οι κυράδες του ήταν στην εκκλησία και πήγε να τις βρει, αλλά βρέθηκε χωρίς να το θέλει ανάμεσα στον ντον Πρέντου, τον Μιλέζο και τον Τζατσίντο, μπροστά σε κάποιον που πουλούσε κρασί και ξαφνικά είδε τρία κίτρινα ποτήρια μπροστά στο πρόσωπό του. «Πιες, βλάκα!» «Για μένα είναι νωρίς.» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για έναν άντρα γερό. Ή μήπως είσαι άρρωστος

Ο ντον Τζάμε έγινε πιο τυραννικός μαζί τους. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του, κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Η σκιά της ατίμωσης που έπεφτε πάνω του και σ’ όλη του την οικογένεια, εξ αιτίας της απόδρασης της Λία, τον βάραινε σαν μαρτύριο κατάδικου.