United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά με ένα γέλιο ελαφρύ, τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο μοχθηρό γέλιο. Φανέρωνε συμπόνια για τον Έφις, συμπόνια για τον ντον Πρέντου, αλλά και ικανοποίηση και γλυκύτητα. Ποτέ, ποτέ ο Έφις δεν την είχε ακούσει να γελά έτσι.

Ο Έφις σηκώθηκε και δεν θέλησε να ξανακαθίσει. « Πρέπει να πηγαίνω», είπε δείχνοντας προς τα έξω, σαν κάποιον που έχει να κάνει δρόμο, να πάει μακριά. «Έχεις τόση δουλειά ή μήπως θα πας σε κανένα πανηγύρι;» Η ειρωνεία του ντον Πρέντου δεν τον κέντριζε πια. Η αναφορά όμως στο πανηγύρι τον συντάραξε. «Ναι, πρέπει να πάω στο πανηγύρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.» «Λοιπόν, θα πας.

Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......» «Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα!

Πρέπει να πήγε στον ντον Πρέντου», είπε στον Τζατσίντο. «Οι θείες σας είναι καλά; Να τους δώσετε πολλά χαιρετίσματα και να τις ευχαριστήσετε για το δώρο που έστειλαν στον αδελφό μου το Ρετόρο.» «Τα μαύρα δαμάσκηνα!», είπε μια λαίμαργη υπηρέτρια. «Η Νατόλια, ξύλο που της χρειάζεται, τα έφαγε όλα κρυφά.» «Εάν μου δώσετε και άλλα, ντον Τζατσί, θα κατέβω μαζί σας στο κτήμα» είπε η Νατόλια προκλητικά. «Και δεν έρχεσαι….», απάντησε εκείνος, η φωνή του όμως ήταν λυπημένη και, παρ’ όλο που η ηλικιωμένη κυρά νουθετούσε: «Καθένας με τους όμοιούς του πρέπει να κάνει συντροφιά, Νατόλια!», όταν βγήκε στο δρόμο άκουσε τις γυναίκες να γελούν μιλώντας γι’ αυτόν και την Γκριζέντα.

Να, το σφίξιμο του χεριού της Νοέμι του θύμιζε το σφίξιμο του Τζατσίντο, εκεί μες στη μικρή αυλή του Νούορο, και το μυστικό που εμπόδιζε τη γυναίκα να δεχτεί την πρόταση του ντον Πρέντου. «Ο ντον Πρέντου, για παράδειγμα», είπε σχεδόν άθελα και πρόσθεσε κοιτάζοντας τη νεαρή κυρά του, «μήπως δεν είναι πλούσιος και δυστυχισμένος

Αμέσως η ντόνα Έστερ κατέβηκε τις σκάλες δένοντας το μαντήλι της, έτοιμη να κάνει το διερμηνέα στους δυο αρραβωνιασμένους, ανάμεσα στους οποίους συχνά δημιουργούνταν παρεξηγήσεις επειδή η Νοέμι προσβαλλόταν με το παραμικρό και τα έπαιρνε όλα στραβά παρά την καλή θέληση του ντον Πρέντου.

Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα. «Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του. Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω.

Καθώς ο Μιλέζος πλησίασε στην πόρτα και γελούσε με κάτι που ο ντον Πρέντου του έλεγε χαμηλόφωνα, ο Έφις αναφώνησε με αξιοπρέπεια. «Αλήθεια είναι!

Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούςφώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι

Όταν οι κυράδες σας δεν θέλανε εγώ κι ο Τζατσίντο να παντρευτούμε, επειδή εγώ είμαι φτωχιά, έλεγα: δεν είμαι νέα; δεν τον αγαπώ; Μήπως η ντόνα Νοέμι και ο ντον Πρέντου, με όλα τα καλά τους, είναι πλουσιότεροι από εμάς; Από ηλικία, ναι, εάν το θέλουν, από τίποτε άλλο όμως!» Ο Έφις ανασκίρτησε. «Θα παντρευτούν;» «Θα παντρευτούν, ναι! Εκείνος έλιωνε, όπως έλιωνα κι εγώ την περασμένη άνοιξη.