Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνάζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ρίχτουνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικάρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κ' η Βασίλισσα!

Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το δάκρυ. Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την αμφιβολία του.

Κατά το μεσονύκτιον εξεκίνησαν με καμάκια, σκάλες και σχοινιά· Ο δρόμος επερνούσε ανάμεσα από δάσος και λόχμην, επάνω από κυλιομένας πέτρας, πάντοτε προς τα επάνω, προς τα επάνω, μέσα εις την σκοτεινήν νύκτα. Το νερό έβραζε κάτω παφλάζον, νερό εκελάρυζε επάνω, υγρά σύνεφα έτρεχαν εις τον αέρα.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά. — Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

ΙΩΝ Γυναίκες σεις θεράπαινες, όπου εδώ φυλάτε, μπροστά στης σκάλες του ναού της μοσχομυρισμένες, και νάρθη ο αφέντης σας προσμένετε, — ο Ξούθος τον άφησε τον Τρίποδα και των χρησμών τον τόπο, ή έχει μείνη στο ναό, κι' ακόμα μολογάει την ακληριά του;

Τρέχα απάνω στα βουνά, τρέχα με τον ήλιο και το βοριά μαζί, τρέχα στα μονοπάτια, που ξεφέβγουν τα πόδια σου από τις σκάλες στις αγκίστρες του βουνού, τρέχα σε δρόμους στενούς, ντουβάρια αριστερά, και δεξιά ντουβάρια, που χτυπάς, ξεγδέρνεις και πηγαίνεις· βάστα την ομπρέλλα με το ένα χέρι, βάστα με τάλλο το καπέλλο σου, με τάλλο βάστα το καπίστρι, με το τέταρτο βάστα την ψυχή σου. Ανάθεμάν τα!

Παρακολούθησε τα τακουνάκια τους να χτυπούνε τακ-τακ σαν ξύλινο ταμπούρλο, και όταν χαθήκανε και τα κεφάλια τους ο ήχος των ψηλών τους τακουνιών εξακολουθούσε το τακ-τακ στ' αυτιά του. — Τι παράξενον ήχο, είπε, έχουνε τα γυναικεία τακουνάκια την ώρα που κατεβαίνουνε τις σκάλες.,,

Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.

Δεν είτανε μάρμαρο το παλάτι, ούτε σίδερο, ούτε ξύλο. Οι κάμαρες, οι σκάλες, τα ντουβάρια, τα πατώματα και τα ταβάνια είτανε ψυχή, μια ψυχή που τα ζωντάνεβε όλα. Είχα φτειάξει το βασιλικό μου το παλάτι με την ψυχή της. Άξαφνα γκρέμησε το παλάτι και τώρα είναι απέραντη η μοναξιά γύρω γύρω. Τι να παραπονεθώ; Δεν παραπονιούμαι. Τι φοβούμαι; Κανένα μεγαλήτερο κακό; Δεν μπορεί πια τίποτις να πάθω.

Εγώ μια φορά τ' άκουσα, μιαν ώρα, μια στιγμή καλή και βλογημένη κ' έπειτα τόχασα· μούδωκε την άξια του υπόσκεση και χάθηκε σα φάντασμα. Έτσι ήταν μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό μα καλόβουλο και καλόκαρδο μεσημέρι εδώ και δέκα χρόνια. Έμπαινα για να θρονιαστώ στο καινούριο σπίτι μας· το σπιτάκι μας τ' απλόχωρο με τις πόρτες τις τορνευτές και τις μαρμαρένιες σκάλες του.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν