Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.
Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστεια θα βαστούσε πολύ, ωστόσο μας βεβαίωσε πως δεν είτανε κίντυνος κ' επειδή από καιρό είχα στο νου κάποιο ταξίδι, έφυγα για λίγες μέρες με την ελπίδα πως άμα θα γύριζα, θα είχε περάσει το δυσκολότερο στάδιο. Πέρασα λοιπόν τρεις ολάκερες μέρες με καλούς φίλους και χάρηκα τη φιλία και την ωραία φύση χωρίς να έχω πολλή ανησυχία.
— Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί. — Τι λέτε; Αλήθεια;... Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα..... «Δε μου έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι' αποφάσισα να περάσω όλη την νύχτα στο δρόμο, κι' άμα φέξη να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου το χώμα που πέρασα τα παιδιακάτα μου κι' ύστερα να φύγω, να φύγω, κι' εγώ να μην ξέρω πού να πάγω.
— Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!
Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση κ' εχτύπαγε με βιάσι, πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει, κι' αυτό το πανωφόρι. . . Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση; Έ, νύχτα,—όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι• όπου κι' αν χέσω δηλαδή κανένας δεν με βλέπει.
— Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.
Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.
Συλληφθείς ζων, διά προδοσίας προσεφέρθησαν μετά του αδελφού του Γεωργίου εις τον πασάν της Ηπείρου και έλαβον παρ' αυτού ποινήν σκληροτάτην, την της κρεμάλας. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις το ακόλουθον δημώδες ψαλλόμενον άσμα. Απόψε είδα 'ς τον ύπνο μου 'ς τον ύπνο που κοιμώμουν Θολό ποτάμι πέρασα, θολό και ματωμένο. Κι' ουδέ 'πό πέρα διάβηκα κι' ουδέ 'πό 'δώθε βγήκα.
Κι' αν θέλη ο παπάς να φάη γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα και το τι κάνει η γυναίκα του ενός και ταλλουνού, να μη σκοτίζεσαι. Κύτταζε τη δουλειά σου! — Εγώ ν' ανακατευθώ πια; Κομμάτια να γίνουν όλοι τους! είπε κουνώντας το κεφάλι του. Το καταλαβαίνω και μόνος μου: Η αλήθεια είνε πικρή. Απ' το Θεό να τώβρουν. «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Πέρασα ένα μήνα στο μοναστήρι.
Είμαι ευχαριστημένος σαν να έχω πεθάνει τώρα μες στη χάρη του Θεού και να βλέπω τον ουρανό ανοιχτό. Πέρασα από την εκκλησία πριν έρθω εδώ, για να ευχαριστήσω τον Κύριο. Στη συνείδησή μου, είναι έτσι …….» «Μα γιατί Έφις;», είπε εκείνη με φωνή άχρωμη, τρυπώντας με τη βελόνα τον πανσέ. «Δεν σε καταλαβαίνω.» Εκείνος σήκωσε το βλέμμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν