United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το περιβάλλον την έκαμε προς ώραν να λησμονή σχεδόν τα ενεστώτα και την ιδίαν τρομεράν θέσιν της, και ν' αναπολή τα παρελθόντα. Εκείνο το οποίον μετριοφρόνως η Γιαννού είχεν ονομάσει δις «τα πάθια της», η δε Μαρούσα ειλικρινώς είχεν αναγνωρίσει μάλλον ως «πάθια» και «βάσανα» ιδικά της, είχε συμβή προ οκτώ ή δέκα ετών.

Και τώρα, πού να πάω; . . . Σαν έρθ' ο πατέρας σου; . . . Βασίλεψ' ο ήλιος . . . σουρούπωσε . . . θα νυχτώση. Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν·Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωσι 'σε λόγου σου, θεια Χαδούλα . . . Πώς να το ξεχάσω! — Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία. — Και μπορώ να τ' αστοχήσω; . . . Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα. — Ας είσαι καλά.

Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.

Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε. — Δεν έφυγαν . . . εκεί είναι κ' οι τρεις. — Τώρα ένα πράμμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να μβαίνω εδώ, ή όχι . . . .

Εκεί εκάθισε ν' αναπαυθή. Έβγαλεν από το καλάθι της το ψωμί και το τυρί και ολίγον κρέας, τα οποία την είχε φιλεύσει η Μαρούσα, επειδή την εσπέραν δεν είχε δυνηθή να φάγη τίποτε, μετά τον καφέν όπου είχε πίη εις το μαγειρείον. Εφύλαξε μόνον τα δίπυρα, τα οποία είχε λάβει από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγεν, έπιε δροσερόν νερόν, κ' έλαβε μικράν αναψυχήν.

Αν δεν μ' έχει ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλλίτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα. Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν. — Ό,τι κι' αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως.

Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησε η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης.

Δεν πάει κάτω, παιδί μου. . . Απ' το χολοσκασμό που έχω . . . Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου. Είτα επέφερε·Δεν κάνεις τον κόπο να κυττάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;. . . Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω; Η Μαρούσα υπήκουσεν. — Εκεί είναι, θεια Χαδούλα . . . Επιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.

Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη. — Και κυττάζουν κατά δω; — Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα. Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της. Η Μαρούσα την ώκτειρε.

Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαιατι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα.