United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δε άλλοι επέστρεψαν εις το σπίτι, όπου τα συγχαρητήρια και το θέαμα της πλουσίας τραπέζης διεσκέδασαν την ψυχρότητα του δυσαρέστου επεισοδίου. Ο Μπαρμπαρέζος, χωρίς να χρονοτριβή εις πολλά φιλοφρονήματα, εκάθησε και προ του παπά ακόμη εις την τράπεζαν εκάλει δε και τους άλλους, ως οικοδεσπότης, να χαμηλώσουν.

Διά τας γυναίκας είχε στρωθή ιδιαιτέρα τράπεζα εις το «μέσα σπίτι». Θα έμεναν μόνον δύο ή τρεις διά να υπηρετούν τους άνδρας· μεταξύ δε τούτων ήτο και η Πηγή. Ο ιερεύς ηυλόγησε την «βρώσιν και την πόσιν», και το φαγοπότι ήρχισεν. Αλλ' ο οικοδεσπότης, καίτοι επροσπάθει να φαίνεται χαρούμενος, εβασανίζετο υπό της ιδέας ότι το βάπτισμα του παιδιού του δεν είχε γείνει κανονικά.

Από τριών ήδη μηνών ότε ετέλεσε τους γάμους του ο οικοδεσπότης, δεν αντήχει άλλο εντός αυτού παρά τραγούδια εύθυμα και γέλωτες παρατεταμένοι, τονίζοντες εις κλίμακα υπερνέφελον την ευτυχίαν τον νεαρού ανδρογύνου και ψίθυροι φιλημάτων, ως εις καμμίαν φωλεάν τρυγόνων.

Είναι πολύ έκδοτοι εις τον οίνον, και δεν τοις είναι επιτετραμμένον μήτε να εμώσι μήτε να ουρώσιν ενώπιον άλλου. Τηρούσι προς τούτοις και τας εξής συνηθείας· μεθυσκόμενοι συσκέπτονται περί σπουδαίων υποθέσεων, την δε επομένην ημέραν ο οικοδεσπότης, εις την οικίαν του οποίου εγένετο η συνεδρίασις, υποβάλλει πάλιν εις αυτούς νήφοντας την απόφασιν της προτεραίας.

Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι; Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά.

Παράδοξον μοι φαίνεται πώς ευρέθης εδώ. Έκαμα περιοδείαν εις την Πελοπόννησον, απήντησεν ο Σχολάριος. Επειδή επλησίασα εις τα χώματά σου, εφαντάσθην ότι δεν ήθελες μοι αρνηθή την φιλοξενίαν σου δι' ολίγην ώραν. — Και διά πολλήν, είπεν ο Γεμιστός. Ο Σχολάριος εκάθισε και περιέμενε να λάβη ο οικοδεσπότης τον λόγον. Παρήλθον στιγμαί τινες.

Να που ήρθαμε . . . Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο έτοιμος να δώση τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών, όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρη. Ηγάπα, ως φαίνεται, τας θωπείας, και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να έλθη τις παρακαλών να του δώση την ψήφον του. — Άλλο σόι άνθρωπος, είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Εν τούτοις η θύρα μικρού παραπλεύρου οικήματος ηνοίχθη και νέος χωρικός, ημικοιμισμένος εισέτι, ο Παντελής, ήλθε να δώση χείρα βοηθείας εις τον αγωγιάτην. — Ορίσατε επάνω, κύριοι, μας είπεν ο οικοδεσπότης, αφού έδωκε τας οδηγίας του εις τον Παντελήν. Ορίσατε.

Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία. — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως. — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . . — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . . — Με τα σαράντα; αδύνατον.

Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησε η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης.