United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Κ' εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό; — Θα πιω από 'δώ' είπε δεικνύων ένα λάκκον. — Όχι, δεν βλέπεις; Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ' αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων.

Οι ακούοντες ταύτα θα είπουν ίσως• και είνε τάχα μέγας κόπος να δώση κανείς έν φάρμακον εις άρρωστον; Αλλά προ του φαρμάκου πρέπει να γίνουν πολλά, να προπαρασκευασθή ο άρρωστος διά την πόσιν του φαρμάκου και να διαθέση καταλλήλως τον οργανισμόν διά την θεραπείαν• προσέτι δε να επιμεληθή την όλην ιδιοσυγκρασίαν του αρρώστου διά καθαρσίων και ισχναντικών και διά καταλλήλου διαίτης• και να του επιβάλη κίνησιν όσην απαιτείται και ύπνον και ανάπαυσιν.

Διά τας γυναίκας είχε στρωθή ιδιαιτέρα τράπεζα εις το «μέσα σπίτι». Θα έμεναν μόνον δύο ή τρεις διά να υπηρετούν τους άνδρας· μεταξύ δε τούτων ήτο και η Πηγή. Ο ιερεύς ηυλόγησε την «βρώσιν και την πόσιν», και το φαγοπότι ήρχισεν. Αλλ' ο οικοδεσπότης, καίτοι επροσπάθει να φαίνεται χαρούμενος, εβασανίζετο υπό της ιδέας ότι το βάπτισμα του παιδιού του δεν είχε γείνει κανονικά.

Σκεφθήτε λοιπόν ποίος είνε ο καλύτερος τρόπος διά να μη το χαλάσωμεν και πάλιν. — Πολύ σωστά λέγεις, Παυσανία, ότι μας χρειάζεται χωρίς άλλο κάποια ανάπαυλα εις την πόσιν, είπε τότε ο Αριστοφάνης· διότι κ' εγώ είμαι από τους βαπτισμένους της χθες. — Βεβαίως σωστόν είνε αυτό που λέγετε, είπε τότε Ερυξίμαχος ο Ακουμενού. Μένει μόνον ν' ακούσωμεν την γνώμην του Αγάθωνος. Αντέχει να πίη; — Καθόλου.

Δάμαρ. — Απειλείς σκαιώς και υβρίζεις κακώς. Η αυλαία πίπτει. Α' Αγχιστεύς. — Εδώ είνε ανάγκη συγγενικού συμβουλίου. Το ανδρόγυνον δεν βαίνει καλώς. Β' Αγχιστεύς. — Διά τούτο ήλθομεν όλοι. Οφείλομεν να λάβωμεν μέτρα. Εκυρός. — Η Δάμαρ πρέπει να σωφρονισθή· οφείλει ν' αναγνωρίση τον Πόσιν ως κεφαλήν, και όχι να είνε αυτοκέφαλος.

Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν. Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το τραπέζι: «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου και πάντας ημάς

Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την Σκόπελον; Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε. Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την πόσιν.

Διότι κατά την πόσιν του πρώτου ποτηρίου αμέσως προ της παραδόσεως των φρικτών Μυστηρίων είχεν είπη ο Ιησούς. «Αμήν λέγω υμίν, ου μη πίω από του γεννήματος της αμπέλου, έως αν πίω αυτό καινόν μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός Μου». Αλλ' ουχ ήττον δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι, καθώς έβλεπεν έξω εις την νύκτα, είδε το φέγγος της σελήνης να επαργυροί τα φύλλα ενός κλήματος προσφυομένου περί το δικτυωτόν παράθυρον, ή να πίπτη επί του κολοσσαίου χρυσού κλήματος του επιστρέφοντος μίαν των πυλών του Ναού.

Οι ημέτεροι Πανοσιώτατοι πριν αρχίσωσι την πόσιν, έλαβον έκαστος, ως συνειθίζετο τότε, το όνομα αγγέλου τίνος, ο μεν Γαβριήλ, ο δε Μιχαήλ και ο τρίτος Ραγουήλ, είτα ήρξαντο κενούντες τα κεράτια ποτήρια εις υγείαν ουχί αλλήλων ή της πατρίδος ή των απόντων φίλων κατά την συνήθειαν των κοσμικών, αλλά της Παναγίας, του Αγ. Πέτρου και πάντων των κατοίκων του Παραδείσου.