United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τήραγε τα φύλλα που σάλευαν και που σαλεύοντας άφιναν κάθε λίγο και ξεγλιστρούσαν απ' ανάμεσά τους αχτίδες που αστράφτανε στα μισοκλεισμένα της μάτια σαν πρώτου νερού διαμάντια.

Γιατί ο Πέτρος ήτανε τυφλός κ' η Μαρία είχε δυο μεγάλα, καταγάλανα μάτια σαν το χρώμα τουρανού και σαν το χρώμα του νερού κάτω απ' το φεγγάρι και σαν το χρώμα των γαλάζιων πετραδιών, που βγαίνουνε απ' το σκοτεινά βάθια της γης. Και γι' αυτό τα μάτια της Μαρίας λάμπανε το ίδιο μέσα στο φως και μέσα στο σκοτάδι.

Αυτά περίπου θα είχε να είπη η Μέθη. Τώρα θα απολογηθώ και διά τον εαυτόν μου και από της στιγμής ταύτης το νερόν της κλεψύδρας ας τρέξη δι' εμέ. ΔΙΚ. Τι άρά γε έχει ν' απαντήση εις αυτά; Εν τοσούτω χύσε και δι' αυτήν ίσην ποσότητα νερού.

Εάν δε εις μερικά μέρη είναι φυσική έλλειψις νερού, από μέσα από την γην η οποία καταπίνει τα βρόχινα νερά και δεν έχει τας απαραιτήτους πηγάς, ας ανοίξη πηγάδι εις το χωράφι του έως εις το στρώμα της αργίλου, και αν εις αυτό το βάθος δεν επιτύχη διόλου νερόν, ας λαμβάνη νερόν από τους γείτονας, όσον είναι απαραίτητον διά τους εργάτας.

Κάποια φιγούρα ψαρά διαγραφόταν ακίνητη σαν να ήταν διπλή ζωγραφιά: μια επάνω στο πράσινο της όχθης και μια άλλη επάνω στο πράσινο του νερού που λίμναζε ανάμεσα στις άσπρες κροκάλες. Αν και ήταν νωρίς όταν έφτασε στο χωριό, ο Έφις είδε την τοκογλύφο να γνέθει στην αυλή της, ανάμεσα στα παχιά γουρουνάκια και στα ερωτευμένα περιστέρια και τη χαιρέτησε κάνοντας της νόημα ότι θα περνούσε αργότερα.

Και μάλιστα με φύλλα συκής, είπεν ο άλλος γελών. Σήμερον τα μεταξωτά οπωσδήποτε υποφέρονται. — Σκέπτομαι να την αναπτύξω μίαν ημέραν αυτήν την ιδέαν. — Περί; — Περί γυμνότητος ιστορικώς και ψυχολογικώς. Αι γυναίκες φαίνεται ότι αισθάνονται περισσότερον αυτήν την τέρψιν, γι' αυτό τρέχουν τόσον εις τα θαλάσσια λουτρά. Όχι τόσον διά την τέρψιν του νερού, όσον διά την ηδονήν της γυμνότητος.

Αλλοιώτικη μη θαρρής πως θα τηνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάννα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός. Ως τόσο, αν και την είδαμε τη μάννα του ρωμαίικου νερού, της μάννας όμως τη μάννα δεν την είδαμ' ακόμα. Και σε καλλίτερη ώρα να τηνε δούμε δε θα μπορούσαμε.

Τας δε βρύσεις του ψυχρού και του ζεστού νερού, αι οποίαι είχαν ποσότητα άφθονον νερού, ένεκα δε της ευχαριστήσεως και της υγιεινότητος των νερών των ικανοποίουν θαυμασίως και κατά τα δύο ταύτα, μετεχειρίζοντο στήσαντες ολόγυρα εις αυτάς οικοδομάς και δενδροφυτείας καταλλήλους διά υγρά μέρη, και δεξαμενάς προς τούτοις, άλλας μεν έξω εις το ύπαιθρον, άλλας δε σκεπασμένας με στέγην διά τα ζεστά νερά κατά τον χειμώνα, χωριστά μεν διά τους βασιλείς, χωριστά δε διά τους ιδιώτας, προς τούτοις δε άλλας διά τας γυναίκας, και άλλας διά άλογα και διά τ' άλλα υποζύγια, και έδοσαν εις κάθε μίαν ιδιαιτέρως τον κατάλληλον στολισμόν.

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.

Ποτέ δε μας φάνηκε αυτό το πέρασμα τόσο λαμπρό, ποτέ δεν είχαμε δει όπως τώρα τη μαγευτική μεγαλοπρέπεια του μεσημεριανού ήλιου, ποτέ το φεγγοβόλημα του νερού και της πυκνόφυλλης ακροθαλασσιάς δεν είχε σμίξει τόσο μελωδικά με το σοβαρό βάθος του σκοτεινού δάσους των ελατιών.