United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη κόρη του αγρού, γεννημένη στη δροσοστόλιστη και ηλιολουσμένη πρασινάδα του βουνού, κόρη αγνή κι ανήξερη, σταλαματιά νερού στον ήλιο, είχε ζήση τόσα χρόνια τόρα στον ήσυχο ορίζοντα του χωριού της.

Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του. Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα.

Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκοψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλειτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.

Η σιδηρόπορτα πάντοτε κλειστή, η κινητή γέφυρα ανεβασμένη· είχον αφθόνους τροφάς, κ' έπινον νερόν από μίαν στέρναν κ' επειδή εφείδοντο του νερού, όταν επρόκειτο να κτισθή τοίχος αυλής ή μικρά καλύβη, κατεσκεύαζον την λάσπην με κρασίκαθώς διηγούντο οι γεροντότεροικαι αυτοί το είχον εξ ακοήςκαι όλοι έλεγαν ότι το πιστεύουν. Πού η αφθονία εκείνη εις όλα τα πράγματα; ευλογημένος καιρός!

Ηξεύρει εις τα δάκτυ- λά του τους νόμους της τιμής και την τέχνην της μο- νομαχίας. Το σπαθί του το παίζει, καθώς παίζεις τον ταμπουράν· προσέχει εις το μέτρημα, εις το λάλημα και εις το κτύπημα· θα σου μετρήση έν, δύο, τρία, και άρπα την εις το στήθος! Σου ετρύπησε το κουμβί ως που να γυρίσης να ιδής. Φοβερός εις ταις σπαθιαίς! Μονομάχος του πρώτου νερού! Ηξεύρει διατί και πώς να ξεσπαθώση.

Από της υγράς οροφής του απέσταζον ρυθμικώς και μονοτόνως κροτούσαι σταγόνες χονδραί νερού, αποκρυσταλλούμεναι ευθύς και σχηματίζουσαι λευκοτάτας, πολυποικίλτους στήλας, ενούσας την βάσιν μετά της οροφής. Πέριξ, εις το βάθος ηνοίγοντο ρήγματα επιμήκη, ελλειψοειδή, φέροντα εις διαφόρους αυτού διαδρόμους.

Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάρια εμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ' έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτω εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν. Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ' ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν.

Δηλαδή ούτε η γη ούτε ο ήλιος ούτε οι άνεμοι, οι οποίοι με το νερόν ζωογονούν τα προϊόντα της γης, δεν είναι εύκολον να νοθευθούν με δηλητήρια ή με μετακινήσεις ή κλοπάς, εις την φύσιν όμως του νερού όλα αυτά είναι δυνατόν να γίνουν. Διά τούτο βεβαίως απαιτείται υπερασπιστής νόμος. Λοιπόν ας υπάρχη ο εξής νόμος περί αυτού.

Εσχηματίζετο εκεί οιονεί άντρον, αποτελούμεναν εκ χλόης, εκ κορμών και κισσού. Άντρον νύμφης, Δρυάδος των παλαιών χρόνων ή Ναϊάδος, ευρούσης ίσως καταφύγιον εκεί. Διά να κατέλθη τις εις την μικράν πτυχήν της γης, όπου ήτο η γούρνα του νερού, έπρεπε να έχη την τύχην διώκτριαν και τους πόδας της Φραγκογιαννούς, τους ανυποδήτους, τους σχισμένους κ' αιματωμένους από τας κνίδας και τας ακάνθας.