United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο αυτοκατάκριτος. Εάν άγγελος εξ ουρανού ετόλμα να παρουσιασθή όπως είπη ότι δεν ήτο αληθές τούτο, ουδείς θα τον επίστευε. Πας τις ηδύνατο ευκόλως να διαψεύση αυτόν, μεθ' όλην την ουρανίαν καταγωγήν του. Και αυτός ο υπερασπιστής της Αϊμάς επείσθη ήδη περί του πράγματος. Εκύτταζε να ίδη την Εφταλουτρού, όπως αιτήση παρ' αυτής συγγνώμην διότι την είχεν υποπτεύσει.

Δηλαδή ούτε η γη ούτε ο ήλιος ούτε οι άνεμοι, οι οποίοι με το νερόν ζωογονούν τα προϊόντα της γης, δεν είναι εύκολον να νοθευθούν με δηλητήρια ή με μετακινήσεις ή κλοπάς, εις την φύσιν όμως του νερού όλα αυτά είναι δυνατόν να γίνουν. Διά τούτο βεβαίως απαιτείται υπερασπιστής νόμος. Λοιπόν ας υπάρχη ο εξής νόμος περί αυτού.

Πώς! είναι ο πιο χαριτωμένος από τους βασιλιάδες και πρέπει να πιούμε στην υγειά του. — Ω! με πολλήν ευχαρίστησι, κύριοι. Και ήπιε. — Αυτό φτάνει, του είπαν, ιδού εσείς στήριγμα, υπερασπιστής, ήρως των βουλγάρων! Εκάματε την τύχη σας και εξασφαλίσατε τη δόξα σας. Του βάζουν αμέσως τα σίδερα στα πόδια και τον πάνε στο σύνταγμα.

Αλλά κύριοι, δε θα θέλατε να φάτε τους φίλους σας. Νομίζετε, πως πρόκειται να περάσετε στη σούβλα ένα ιησουίτη κι' όμως είναι ο υπερασπιστής σας, ο εχθρός των εχθρών σας, που πρόκειται να ψήσετε. Εγώ έχω γεννηθή στον τόπο σας· ο κύριος, που βλέπετε, είναι ο αφέντης μου κι' όχι μονάχα δεν είναι ιησουίτης, μα έχει σκοτώσει προ ολίγου ένα ιησουίτη και του πήρε τα ρούχα. Να το λάθος σας.

Μ α ρ ί α. Όλαις έχουν κάποιο άγνωστο talent που βοηθεί, που δημιουργεί την ευτυχίαν. Αλλά τους το πνίγουν, τους το καταστρέφουν. Κ ώ σ τ α ς. Είσαι θαυμάσιος συνήγορος και υπερασπιστής των γυναικών. Μ α ρ ί α. Όχι, Κώστα. Δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο είμαι ο ζωγράφος που βλέπει μόνο και ο ψυχολόγος που διαβάζει βαθειά εις την γυναικεία ψυχή.

Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.

Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει απέξω, εις το βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την ράβδον του και θα ηκροάτο βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου.