United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σακούω!.. — Είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα. — Είνε το καλλίτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσης πολεμάς; — Εκείνο που σου λέω 'γώ, είπεν η Καλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν' ο καλός και ποιος ο κακός; Κιώμορφος είνε, και νοικοκυρόπουλό 'νε ...

Ο Πλήθων, αν και ουδέν είχε πληροφορηθή περί των χαλκευομένων, είχεν όμως πάντοτε μισθοφόρους υπηρετούντας αυτόν. Αλλ' ούτοι δεν ήσαν αρκετοί τον αριθμόν, όπως σώσωσιν αυτόν από της μανίας του πλήθους. Την φοράν εκείνην η οργή του λαού ήτο έξαλλος, και ο κίνδυνος επέκειτο φοβερός.

Κατεβλήθη, και το γόνυ του εχθρού του ετέθη επί του στήθους του. Η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας, επτοημένη, έξαλλος, ηθέλησε να πλησιάση. Αν την έβλεπεν ο Τρέκλας, τις οίδε, ίσως έμελλε να την εκλάβη αντί της γυναικός αυτού. Ευτυχώς όμως η Αϊμά είχε στρέψει προς αυτόν τα νώτα. — Διά τον Θεόν! επανέλαβεν η Αϊμά, τι έχετε; Ο Τρέκλας ήκουσε την φωνήν ταύτην, και αυτομάτως εστράφη.

Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα.

Καλή πατρίδα, παιδιά, τα Φώτα! Εκραύγασε τότε έξαλλος από τον ενθουσιασμόν του ο Γιάννης ο Μπύρρος κάμνων τον σταυρόν του, ον εμιμήθησαν και οι λοιποί· κ' εκάλεσεν όλους να παρακαθήσωσιν εις το εωθινόν των Χριστουγέννων πρόγευμα, λαβών αυτός την πρωτοκαθεδρίαν μ' έκτακτον λάμψιν χαράς εις το πολιόν του πρόσωπον, αφού προηγουμένως απέστειλε δύο μερίδας εις τους δύο αυταδέλφους ιδιοκτήτας του σκάφους.

Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε·Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό! Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.

Η Σμάλτω τότε, έξαλλος, ήνοιγεν υπερμέτρως τους οφθαλμούς, έτεινε τα ώτα αχόρταστος και προσεπάθει να δεχθή εν εαυτή τους ήχους εκείνους όλους και βαθμηδόν βαθμηδόν ανεδίπλου το σώμα, επιθυμούσα να εναγκαλισθή ούτως ειπείν την φύσιν, να την ενστερνισθή, παραδιδομένη εις την επήρειάν της ασυνειδήτως, όπως παραδίδεται τις εις τον έρωτα.

Είντα του ρέχτηκε; Τη νιότη του· θες άλλο; Ο νιος με τη νια κιοι γέροι καλή ψυχή. Την στιγμήν εκείνην ο Μανώλης, ως να κατελήφθη υπό αιφνιδίας φρενίτιδος, συνέκρουσε το ποτήρι του με τόσην ορμήν, ώστε το συνέτριψε και έξαλλος ανεφώνησεν: — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το ξύδι! — Να γενή λαδόξυδο! συνεπλήρωσεν ο Αστρονόμος, όλων επιγελώντων θορυβωδώς.

Ω φύγε φύγε, ούτε να σ' ακούσω θέλω . . . τι φρίκη! — Ποτέ, ποτέ δεν θα φύγω, αν δεν λάβω μίαν απάντησιν, μίαν υπόσχεσιν. — Καμμίαν άλλην απάντησιν δεν έχεις ν' ακούσης, παρά ότι μου προξενείς φρίκην! τ' ακούεις; φρίκην! Και πεσούσα επί του ανακλίντρου, ανελύθη εις δάκρυα. Εκείνος εκυλίετο εις τους πόδας της ασθμαίνων, έξαλλος . . . Εκείνη τον απώθησε και ηγέρθη.

Μεταβαίνει εις τον τάφον. Το μεσονύκτιον εκθάπτει το φέρετρον, το ανοίγει και είναι έτοιμος να κόψη την κόμην, αλλ' αποτόμως σταματά: Ιδού ότι τα μάτια της αγαπημένης ήνοιξαν. Η ζωηρότης δεν τα είχεν εξ ολοκλήρου εγκαταλείψει και αι θωπείαι του εραστού της ήρκεσαν να την σηκώσουν από τον λήθαργον, που τον ενόμισαν διά θάνατον. Την μετέφερεν έξαλλος από χαράν εις την κατοικίαν της, εις το χωρίον.