United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα·Μη φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε . . . δεν σου θέλω κακόν! Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον διά να έλθω εις βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω . . . . Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλείτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.

Κύπτει προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το ανέκφραστον θέαμα.

Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.

Και από την χαράν του εχόρευεν ο γέρων στρέφων γύρω- γύρω και το τσιμπούκι του, όπερ έτυχε να κρατή εις χείρας, ως ξιφομάχος γυμνασμένος· και ανεγίνωσκε πάλιν το γράμμα έξαλλος.

Εις το Ηράκλειον της Κρήτης ήτο προ ετών ένας τρελλός Τούρκος, ο οποίος εξηρεθίζετο και ύβριζε και ελιθοβόλει οσάκις του απηύθυνον το επιφώνημα «Ζιτ! ζιτ!». Άμα ενεφανίζετο εις την Πλατειάν Στράταν, τα ερεθιστικά επιφωνήματα απετέλουν δαιμονιώδη βόμβον εκατέρωθεν. Ο δε παράφρων, ως κεντριζόμενος υπό οίστρου, εγίνετο έξαλλος και έτρεχεν υβρίζων ή και λιθοβολών δεξιά και αριστερά.

Κ' έφυγε μόλις εύρεν ευκαιρίαν χωρίς να τον εννοήση κανείς, σπεύδων ωσεί καταδιωκόμενος. Ο τόσος αλλαλαγμός κ' αι φωναί των βλάχων επί τη αναστάσει του Ιησού, τα φώτα και η χαρά εκείνη, η έξαλλος, έθλιβον την καρδίαν του σφιγκτά σφιγκτά, ως να την είχε συλλάβει χειρ Βριάρεως.

Άμα ανέτειλεν ο ήλιος δύο άνθρωποι, εκείνους τους οποίους είχε στείλει ο Ιωχανάν ως απεσταλμένους επανέκαμψαν κομίζοντες την απάντησιν την οποίαν επί τόσον καιρόν ανέμενε. Την ενεπιστεύθησαν εις τον Φανουήλ ο οποίος έγινεν έξαλλος από χαράν. Ο Φανουήλ τότε τοις έδειξεν το απαίσιον αντικείμενον επί του πίνακος εν μέσω των λειψάνων του συμποσίου.

Συγχρόνως εσφενδόνισε την ράβδον προς τα κάτω, ήτις στρυφοδονήσασα επήγε τριάντα βήματα μακράν τον κατήφορον και πεσούσα εκτύπησε την ρίζαν μιας νεοφύτου ελαίας. — Τι τρέχει, αδελφέ; είπεν ο γέρο-Πέτρος. — Να τος! να τος! έκραξεν έξαλλος ο καπετάν Γεωργάκης, δεικνύων αριστερώτερα ολίγον του μέρους, όπου είχε πέσει η ράβδος. Ο γέρο-Πέτρος εσηκώθη κ' έκαμε τον σταυρόν του.

Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη! Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον. Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.