United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΛΟΝΖ. Άνθρωπος δεν επάτησε ποτέ παρόμοιο λαβύρινθο· και εις όλα τούτα είναι κάτι που η φύσις δεν επροξένησε ποτέ. Κάποιο μαντείο πρέπει να μας φωτίση. ΠΡΟΣΠ. Κύριέ μου, μη βασανίζης το πνεύμα σου με το να ερευνήσης αυτά τα παράδοξα. Έλα δω, πνεύμα, ελευθέρωσε τον Κάλιμπαν με τους συντρόφους του· λύσε τα μαγια.

Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ' εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιο μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου. — Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήση;

Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.

Ήθελα να τον έβλεπα τώρα όπου είμαι εις καλήν διάθεσιν. — Βέβαια, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Η μαγισσά μου κάμνει ό,τι και αν επιθυμήσω. Δεν είναι αλήθεια; Και επάτησε τον σάκκον διά να τρίξη το δέρμα. — Μου λέγει ναι! Αλλά είναι άσχημος ο διάβολος και καλλίτερα να μη τον ίδης. — Ω! δεν φοβούμαι· ωσάν τι να ομοιάζη; — Θα είναι απαράλλακτος καλόγηρος.

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.

Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι' άκουσε ένα &μπλουμ&! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα». Ο παρεπίδημων ιατρός, κ.

— Α! είπεν ο γεωργός· αυτό δεν μου έρχεται· δεν ημπορώ να ίδω καλόγηρον· αλλά ας είναι! αφού ηξεύρω ότι είναι ο διάβολος, θα τον ίδω, αλλά μόνον να μη με πλησιάση. — Α! Να ερωτήσω την μάγισσαν, είπεν ο μικρός Κλώσος· και επάτησε τον σάκκον, και έσκυψε τάχα ν' ακούση τι λέγει. — Τι λέγει;

Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.

Η Σοφία, έτεινεν ισχυρώς τα ώτα, και οι ψίθυροι εγίνοντο ευκρινέστεροι. Τότε εσηκώθη σιγά, επάτησε με τους πόδας γυμνούς δύο βήματα, και ήνοιξεν έν μικρόν συρτάρι εις χαμηλόν σκαμνοτράπεζον παρά τον τοίχον. Την στιγμήν που ήνοιξε το συρτάρι ενθυμήθη να επικαλεσθή τα θεία.

Μίαν φοράν ηυτύχησε να επιβιβάση από μίαν ακρογιαλιάν της Λοκρίδος ένα κάποιον ορεινόν, όστις ήθελε να περάση αντικρύ εις την Εύβοιαν. Αλλ' ίσως ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ούτος επάτησε τον πόδα εις πλοίον εν γένει.