Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Λες κ' είχε βαρεθή πια κι αφτός τη μοναξή κι άδοξη ζωή του, εβάσταε με αγωνιά στους γέρικούς του ώμους τα ρειπωμένα τα μπεντένια του, που εφάνταζαν απόμακρα ξέθωρα και θαμπά σα γέρικες σαγονιές ξεδοντιασμένες. Τα μαβρισμένα στην πολυκαιρία τα τειχιά του έγερναν φουσκωμένα καταόξω, λες κ' εκουφαναστέναζαν κάτου από το βάρος τω χρόνων και την παντοτεινή τους καταφρόνια.
Σε λίγον καιρό είχε βαρεθή την υπηρεσία. «Η τέχνη, μας λέει με λόγια που ακόμα συγκινούν πολλούς με τη θερμή τους ειλικρίνεια και την παράξενη φωτιά τους, η τέχνη άγγισε τον αποστάτη της· με την αγνή κ' ευγενικήν επίδρασή της η βλαβερή ομίχλη διαλύθηκε· τα αισθήματά μου τα ξεραμένα, τα θερμασμένα και θολωμένα τα αναζωογόνησε με μια δροσερή, φρέσκη ανθοφορία, απλή κι όμορφη για τους ανθρώπους με την απλή καρδιά». Όμως η τέχνη δεν ήταν η μόνη αιτία της αλλαγής. «Τα έργα του Wordsworth, εξακολουθεί, συντελέσανε πολύ στο να γαληνέψη ο ζαλιστικός στρόβιλος που εξ ανάγκης συμπίπτει με τις ξαφνικές μεταβολές.
Ηρθε κ' η θεια Ελέγκω και του μίλησε του Νίκου στα σοβαρά, γιατί δε βαστιόταν πια το πράμα απ’ τα λόγια του κόσμου: Μια που θα το κάμης, παιδί μου-γιατ' είσαι τίμιος άντρας, αυτό δα το ξέρο-κάμε το ! πριν να πάρη δρόμο. . και γίνη ρεζίλι το κορίτσι. . . Είχε βαρεθή σταλήθεια κι ο Νίκος τις ατέλειωτες κουσκουσουριές που του χαλνούσαν την υπόληψη στη γειτονιά και των φίλων του τα αιώνια πειράγματα κι αστεία. . και ταποφάσισε.
Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος 'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι 'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.
Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.
Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή.
Όσοι πρόφταξαν και σήκωσαν κεφάλι πρι να τους σακατέψη ολότελα η σκλαβιά, αυτοί καψογλύτωσαν. Καλό και γι' αυτούς, μα για μας ακόμα καλλίτερο που στήσανε κατά τα Κάτω τα Μέρη το καινούριο Βασίλειό τους. Γιατί τώρα όποιος Γκιαούρης βαρεθή τη σκλαβιά, αντίς να κάθεται και να μας κρυφαγκυλώνη, παίρνει τη φαμελιά του και τραβάει στην καμαρωμένη του την Ελλάδα.
Ο τρόπος της σκέψεως που ο Καρδινάλιος Newman τον αντιπροσώπευσε — αν μπορή να ειπωθή τρόπος σκέψεως εκείνος που ζητεί να λύση προβλήματα διανοητικά με την άρνηση της υπεροχής του νου — δεν πρέπει, δεν είναι δυνατον, νομίζω, να ζήση. Μα ο κόσμος ποτέ δεν θα βαρεθή να παρακολουθή εκείνη την ταραγμένη ψυχή στην πρόοδό της από σκοτάδι σε σκοτάδι.
Πώς δε βαριέται; Αλήθεια όμως, κι αφτό μας το ξηγούνε οι γιατροί· θα κόλλησε από το Νίτσε, γιατί το ξέρουμε σήμερις πως κολλητική αρρώστια είναι κ' η τρέλλα· ο τρελλός πάλε πώς να βαρεθή; Διασκεδάζει με την τρέλλα του, μοναχός του, και μάλιστα καμαρώνει.
Τέτοιαις γυναίκες θέλω εγώ το χώμα μας να βγάζη, Νάνε 'ς τον έρωτα γλυκειαίς, λεβένταις 'ς το τσαπράζι! Η νηαίς πάνε μαζύ με νηούς. Α! τι χαρά, τι ζήλεια, Με της πατρίδας τον οχτρό, μέσ' 'ς τ' ασκεριού τη μέση, Ο νηός να πολεμάη, Και νάχη πλάι — πλάι Την κόρη της αγάπης του, κι' αν βαρεθή, κι' αν πέση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν