United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επήρε το κορίτσι του καπετάν Λυμπέρη, τη Χ., που είνε ως ένδεκα χρονών, καθαρό, αθώο, όπως της είπε η Γκότσαινα, και της έβαλε το 'κόνισμα στα χέρια, κ' εκάθισε, και το κύτταζε, μιαν ώρα. Κ' ύστερα την ερωτά· τι βλέπεις; Και της είπε· βλέπω το καράβι που αρμενίζει με πρύμον καιρό, με τα πανιά φουσκωμένα, κι' ο καπετάνιος στο τιμόνι· κατά 'δώ έχει την πλώρη.

Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.

Άλλη το επήρε από τα χέρια του ξένου, άλλη το μεταφέρει εκεί κάτω, εις το μέγαρον. Η δε μαρκησία! Τα χείλη της, τα ωραία της χείλη, τρέμουν. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα, τα μάτια εκείνα, τα οποία όμοια προς την άκανθον του Πλινίου είναι και γλυκά και υγρά. Ναι! τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα. Η γυναίκα όλη εσκίρτησεν εις τα βάθη της ψυχής της, το άγαλμα έδωσε σημείον ζωής!

Οχτώ μέρες, οχτώ νύχτες, έσκισαν τα κύματα, και με φουσκωμένα πανιά αρμένισαν για την Κορνουάλλη. Οργή γυναίκας, τρομερό πράγμα: και καθένας ας φυλάγεται. Όπου μια γυναίκα αγαπάει πειο πολύ, κει θα εκδικηθή πειο σκληρά. Γρήγωρα έρχεται η αγάπη στης γυναίκες, γρήγωρα και το μίσος. Κ' η έχθρα τους, άμα έρθη μια φορά, βαστάει πειο πολύ, παρά η αγάπη.

Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν του γέροντος, μην ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν του. Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα, και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες μίλια.

Μετά τούτο έφθασεν εις τον ελαιώνα, επεθεώρησεν έν προς έν όλα τα ελαιόδενδρα διά να ιδή αν ήσαν φουσκωμένα ήδη. Ήτο ήδη περί τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον.

Τότες του μίλησε η Λενιό μ' αγαπημένα λόγια «Κουνιάδε εμένα της λωλής, της σιχαμένης σκύλας, αχ την αβγή που η μάννα μου με γέννησε στον κόσμο 345 να θε μ' αρπάξει μια κακή φουρτούνα, και στα όρη να θε με φέρει ή στου γιαλού το φουσκωμένα κύμα, όπου πριν τύχουν όλα αφτά να μ' έπνιγε το κύμα· μα μια οι θεοί και τ' τόγραψαν τέτια κακά να τύχουν, ας έπεφτα καν σ' άλλου αντρός, καλύτερου, τα χέρια, 350 που νιώθει από καταλαλιά και κόσμου κατηγόρια.

Διηγούνται για μια ευγενική ράτσα ολίγων· που όταν είναι φουσκωμένα και κατακουρασμένα μόνα των εξ ενστίκτου δαγκάνονται και ανοίγουν μια φλέβα, για να πάρουν ανάσα. Έτσι μου συμβαίνει συχνά, θα επιθυμούσα να ανοίξω μία φλέβα, που θα μου παρείχε την αιώνια ελευθερία. 24 Μαρτίου,

Φέρνει Σταυρόν και βάια Ο πτερωμένος άγγελος Που τους ηγεμονεύει· Ψάλλοντες αναβαίνουσιν Υπέρ τα νέφη. Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε Την αρετήν σας άμποτε Να μιμηθώ εις τον κόσμον, Και να φέρω την λύραν μου Με σας να ψάλλω. Στροφή Α Της θαλάσσης καλήτερα Φουσκωμένα τα κύματα Να πνίξουν την πατρίδα μου Ωσάν απελπισμένην, Έρημον βάρκαν.

Ο ντον Πρέντου γέλασε πάνω από το άλογό του, με εκείνο το βεβιασμένο γέλιο του με το στόμα κλειστό και τα μάγουλα φουσκωμένα. «Χθες βράδυ τον είδα να παίζει στου Μιλέζου∙ έχανε μάλιστα!» «Έχανε!», επανέλαβε ο Έφις χαμένος. «Όπως το λες! Θέλεις πάντα να κερδίζει;» «Εμένα μου είπε πως δεν έπαιζε ποτέ….» «Και τον πιστεύεις; Ακόμη και να τον πυροβολήσεις δεν λέει την αλήθεια.