United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη 340 «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάειτήραμακριά απ' τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως 345 τον πιάνουμε.

Τότες του μίλησε η Λενιό μ' αγαπημένα λόγια «Κουνιάδε εμένα της λωλής, της σιχαμένης σκύλας, αχ την αβγή που η μάννα μου με γέννησε στον κόσμο 345 να θε μ' αρπάξει μια κακή φουρτούνα, και στα όρη να θε με φέρει ή στου γιαλού το φουσκωμένα κύμα, όπου πριν τύχουν όλα αφτά να μ' έπνιγε το κύμα· μα μια οι θεοί και τ' τόγραψαν τέτια κακά να τύχουν, ας έπεφτα καν σ' άλλου αντρός, καλύτερου, τα χέρια, 350 που νιώθει από καταλαλιά και κόσμου κατηγόρια.

Διο παν μαζί, και πριν αφτός πριν πότε νιώθει ο άλλος το τι συφέρνει· μα αν τυχόν και μόνος όντας νιώσεις, 225 όμως πιο οκνός σου πάντα ο νους, δε σούχει η γνώμη βάθος

Κι όπως είταν όλα ανάκατα δεμένα, με τα κεφάλια προς τα κάτω, με τις κατατσακισμένες φτερούγες τους, με τα ματωμένα φτερά τους, άλλα μικρά εδώ, κι άλλα μεγάλα εκεί, με τα τουφέκια και τα σελάχια στο πλάι μέσα στη μεγάλη αναλαμπή της φωτιάς, που πλημμύριζε την καλύβα έπαιρναν την ξεχωριστή εκείνη ομορφιά, το ξεχωριστό εκείνο μεθύσι που ένας αληθινός κυνηγός μονάχα το νιώθει.

Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στις πλαγιανές απέραντες κάμαρες, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη μελαγχολική κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείει όλο το παλιοσαράγι του Δημήτρη Πουρναρά: — Αγόρι, πατέρα! αγόρι, Δημήτρη!... Αρσενικό!.... να ζήσης, να το χαρής!

Τη μάννα εγώ περικαλώ, καθώς κι' αφτή το νιώθει, νάναι καλή και μαλακιά με τον πατέρα Δία, μην πιάσει τα μαλώματα ξανά, και μας χαλάσει κι' εμάς το φαγοπότι μας. Γιατί μπορεί, σα θέλει, 580 να μας πετάξει απ' τα θρονιά ο κεραβνοτινάχτης του Κρόνου γιός· τι είναι πολύ πιο δυνατός απ' όλους. Μα εσύ με λόγια μαλακά καλόπιανέ τον, μάννα, και τότε εφτύς πονετικό θαν τόνε δεις μαζί μας

μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι και βροντερή του αντήχησε η λαλιάκαθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι, όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά. «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς; μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθοςΣκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις