United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

Οι πεταλούδες οι πολύχρωμες θα σε θαρρούν μυρωμένο λουλούδι και θα γυρεύουν να πάρουν μέλι απ' τα χειλάκια σου, και καθώς θα πετούν τριγύρω σου, θ' αφίνουν το μικρό τους ίσκιο απάνω στ' άσπρο προσωπάκι σου. Νεράιδα θα σε παίρνη το δάσος ολόκερο και θα βυθίζεται σε σιγαλιά και σε ζήλεια.

Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου, περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι.

Κ' επειδή, άμα προσπεράσανε οι ναύτες, ήτανε και στο φαράγγι σιγαλιά, ερωτούσε το Δάφνη, αν είναι και πίσω από τον κάβο θάλασσα, κι αν περνάη γιαλό-γιαλό κι άλλο πλεούμενο κι αν άλλοι ναύτες ετραγουδούσαν τα ίδια κι αν όλα μαζί εσώπασαν.

Ερημιά βασίλευε και νέκρα και σιγαλιά μέσα στην άσωτη κλεισούρα.

Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένητο λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.

Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.

Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.

Κι ακαρτερούσε στη βάρκα κάτω. Να δειπνήσουμε κ' εμείς έξω· να βγη και το φεγγάρι πάνω στα βουνά· να κατέβουμε ενωρίς, να ξεβγούμε όπου ήξερε ο Καπτάν-Μιχάλης. ... Γιαλό, γιαλό το περιγιάλι εγλυστρούσαμε πάνω στο μαγεμένον του φεγγαριού καθρέφτη, κατά την ακροπελαγιά. Αργή, καμαρωμένη εκατέβαινε η βάρκα μας μες την ονειρεμένη σιγαλιά της νύχτας.

Τόνομα του Μπούμα έπεσε σαν αστροπελέκι μες στη σιγαλιά του κοιμισμένου γιαλού. Οι βιολιτζήδες κιτρίνισαν. Η φωνή τους εκόλλησε στο λαρύγγι. Ανασηκώθηκαν ξαφνιασμένοι σαν να περνούσαν μπροστά τους τα Άγια Μυστήρια. — Ο Μπούμας! μουρμούρισαν κυττάζοντας ο ένας τον άλλον.