United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη Περπατώντας η δόξα μονάχη, Μελετά τα λαμπρά παλικάρια Και στην κόμη στεφάνι φορεί, Γενομένο απ' ολίγα χορτάρια Που είχαν μείνει στην έρημη γη», Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάση ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του.

Όταν το καράβι μπήκε στο πέλαγος, ερώτησε ο πιλότος: «Ωραίε άρχοντα, για ποιον τόπο να βάλω πλώρη; — Φίλε, τράβα κατά την Ιρλανδία, κατευθείαν για το λιμάνι του Βάιζεφορ». Ανατρίχιασε ο πιλότος.

Ο πλοίαρχος ετοιμάστηκε σε δυο μέρες· περάσανε πλάι από τις ακτές της Γαλλίας· περάσαν αντίκρα από τη Λισσαβώνα κι' ο Αγαθούλης ανατρίχιασε. Μπήκανε στα στενά του Γιβραλτάρ και στη Μεσόγειο, και τέλος φτάσανε στη Βενετία. — Ευλογητός ο Θεός! είπε ο Αγαθούλης, αγκαλιάζοντας το Μαρτίνο. Εδώ θα ξαναϊδώ την ωραία Κυνεγόνδη. Έχω πεποίθηση στον Κακαμπό, και στον εαυτό μου.

Τι θα της εστοίχιζε; Ο Θεός είναι αληθινός κριτής. Έτσι μια για πάντα θα μπορούσε να διαλύση της παληές υποψίες». Αυτό έλεγαν. Αλλ' ας τ' αφήσουμε. Τους έδιωξα, σου λέω». Ανατρίχιασε η Ιζόλδη. Κύτταξε το Βασιλιά. «Μεγαλειότατε, παραγγείλατε τους να ξαναγυρίσουν στην Αυλή σας. Θα δικαιολογηθώ με όρκο. — Πότε; — Σε δέκα μέρες. — Η προθεσμία, φίλη, είναι πολύ σύντομη. — Είναι πολύ μακρυνή, μάλιστα.

Ένοιωσε επάνω στα δάχτυλά του τα χείλη της βρεγμένα από δάκρυα σαν να ήταν ένα λουλούδι υγρό από τις σταγόνες της δροσιάς και ανατρίχιασε. Του φάνηκε ν’ απομακρύνεται ο εφιάλτης που τον τυραννούσε τρεις μέρες. «Θα γυρίσει», είπε δυνατά. «Και όλα θα πάνε καλά. Θα βάλει μυαλό, θα μετανιώσει, θα είστε ευχαριστημένοι και όλα θα πάνε καλά…Οι δυο γυναίκες έφυγαν καθησυχασμένες.

Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενεκι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του. Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι. Λίγολίγο κιτρίνιζε. Λίγολίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί.

Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου: — Τίποτα! — Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα. Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που κυβερνιέται το πλεούμενο.

Πήγε πάλε στο παράθυρο και κύτταξε κάτω με πολλή θλίψη. Ο ήλιος βασίλευε στο αντικρυνό διάσελο. Μαύρα σύγνεφα κρέμονταν μπροστά του κ' έρριχαν στο μετόχι μαύρους ίσκιους, σα μεγάλες νυχτερίδες. Ο βραδυνός αέρας ερχόταν από τα χιονισμένα βουνά κρύος. Ανατρίχιασε κ' έκαμε να κλείση το παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή αγνάντεψε πέρα δυο ίσκιους. Τους γνώρισε αμέσως.

Σαν τρέλλα το θάρρειε να περιμένη τέτοιες ώρες Αγαδοπούλα να τον ανταμώση σ' εκείνα τα βαθιά τα σκότη. Και κει που τα συλλογιούνταν αυτά, ακούγει σιγανή περπατηξιά μέσα στα πεσμένα τα φύλλα. Ανατρίχιασε, τουρτούριξε από τη λαχτάρα, από την κρυφή τη χαρά. Το «πέκι εή» λοιπόν της Μελέκης παραμύθι δεν είταν.

Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.