Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της.
Φωνάζει ο λαός και διαμαρτυριέται. Αυτό ήθελε κι ο Ευσέβιος. Καταμηνάει το λαό του Κωσταντίνου, πως τάχα σήκωσε Στάση. Ακούγει Στάση ο Κωνσταντίνος και φρενιάζει. Στέλνει αμέσως έναν Κόμητα της Αυλής του κ' επικυρώνει τη συνοδική την απόφαση.
Ακούγει ο Κωσταντίνος ιεροσυλίες, φονικά, στάσες, τέλος πως και θησαυρό μεγάλο μάζεψε τάχα ο Αθανάσιος να πολεμήση τον Άρειο και τον Κωσταντίνο, έχοντας κι άσκημα γράμματα από τον Έπαρχο το Φιλάγριο που δεν του ερχότανε να βλέπη τον Αθανάσιο να τονέ θεοποιή ο λαός, άρχισε πάλε να οργίζεται και να χολοσκάνη. Έγινε ο σκοπός του Ευσεβίου. Ήρθε η ώρα του.
Έμεινε τότες η θεια κ' η ανιψιά μαρμαρωμένες, κοιτώντας η μια την άλληνα. — Τρέχα να δης, αλήθεια είνε ή ψέματα, λέει η Ασήμω της θειας της προσεχτικά, σαν πολεμιστής που ακούγει προδοσία και στέλνει υποταχτικό του να δη τι τρέχει. Βγαίνει η γριά με το ραβδί της, τρομαγμένη και κακώς έχοντας. Δεν άργησε να γυρίση.
Ανατρομάζει η ζητιάνα, και θαρρέψαντας πως θα χαλάση ο κόσμος αρχίζει και παρακαλιέται μεγαλόφωνα. Ακούγει ένας Γότθος την προσευκή της, οργίζεται, και κάμνει να τη σφάξη. Πρόφταξε όμως ένας δικός μας κ' έστρωσε κάτω το Γότθο με μια σπαθιά. Αυτό είταν η αρχή του κακού. Όλοι οι πολίτες στο ποδάρι σηκώθηκαν.
Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι. Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο. Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα!
Και ξώφρενα έτσι στα περήφαν’ άρματά του κοντά στου ποταμού τις όχθες ξεφωνίζει διψώντας πόλεμο, σαν το άτι που απ’ τη ζώρη λεχομανάει των γκεμιώ κι όταν ακούγει το κράξιμο της σάλπιγγας ανατρανίζει. Ποιόν κατ’ αυτό θα τάξης; ποιος, σαν ανοιχτούνε του Προίτου οι πόρτες, άξιος να τις διαφεντέψη;
Πήγε μια μέρα ο Ασπάρης και του σύστησε κάποιον του φίλο για Έπαρχο της Πρωτεύουσας. Τον ακούγει προσεχτικά ο Λέοντας, ύστερα πηγαίνει και διορίζει άλλον Έπαρχο, λέγοντας πως εκείνον απαιτούσε το κοινό καλό. Άρχισε αμέσως κρύφια έχτρητ' ανάμεσα τους.
Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα. Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό.
Τίποτις δεν τόχει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερά Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν τόχει ναρχίση να δηγάται στην πρώτη συνομίληκη που ανταμώση, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δη την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν