United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.

Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρη και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες νάχης τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίη εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα. Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω &δυο& κερές εδώ μέσα.

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα. Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό.

Κι’ εκεί κοντά στην Εκκλησιά και δίπλα στην πλατεία, Κέντα έναν τάφο πενιχρό, λησμονημένον τάφο, Μ’ ένα καντήλι, ταπεινό να καίη στο κεφάλι, Κι’ απάνω στην κατάλευκη και την τρισάγια πλάκα, Κέντα μι’ απλήν επιγραφή, μ’ αυτές τες λέξες μόνο : «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς-Ο Μάρτυρας του Γένους» .

Βλαστημάς και αμαρτίας βάρος έχουνε τα λόγια σου. . . Ο Κύριος, απ' την οργή του, τα δόντια σου θα σου τσακίση και το στόμα θα σου φράξη. Με ρομφαία δίστομη θα σε πατάξη. . . Χριστέ μου! Συ φυτήλι γίνου στης ζωής του το καντήλι! Σε πίκρανα και στον Χριστόν αμάρτησα! Συγχώρησέ με, άγιε μου αδερφέ! Αν παραστράτησα για μια στιγμή, στον ίσιο δρόμο συ βάλε με και μάθε μου το νόμο. Σήκω!

Οχτώ τέτοιες ψηφιδωτές ζουγραφιές απάνω στο θόλο παρασταίνουν παλάτια μεγαλόπρεπα, κολώνες στολισμένες με μυριοχρωμάτιστα πετράδια, σκηνώματα με πορφυρένια παραπετάσματα, διαζώματα πολυσφάνταχτα με πουλιά, δελφίνια, φοινικόδεντρα κι άλλα παρόμοια στολίδια μέσα· κι αποκάτω από τη μέση καθεμιάς τέτοιας ζουγραφιάς παρασταίνεται οχτάγωνο ή στρογγυλό τουρλοσκέπαστο χτίριο τριγυρισμένο με κολώνες και παρέξω με κάγκελα· παραπετάσματα κρέμουνται ανάμεσα από τις κολώνες και σκεπάζουν ταπομέσα, που φαίνεται σα να φωτίζεται από καντήλι κρεμασμένο από το θόλο.

Είταν στην άκρη του νεκροταφείου, και στο σαρακωμένο κουτί του, που είταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε καθόλου καντήλι. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχεια μόνο στον Απάνω-Κόσμο είχε μερδικό!

Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου». Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα.

Τώρα ήτον κοντά μία η ώρα ! Τις παρεκάλεσε η Βεργινία να παν πια να ησυχάσουν. Έμ όπου και νάναι θαρθούν, είπε η μητέρα των κοριτσιών. Δεν μπορούν και να ξημερωθούν πια έξω απ' το σπίτι! Τo καντήλι έρριχνε ένα μεγάλον κίτρινο λεκέ, στρογγυλό σαν της αράχνας τον ιστό, στο σκοτεινό ταβάνι.