United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κοριτσάκι έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του, τους φίλησε, το φίλησαν και πάντα περήφανο, με την πρόστυχη πάντα πόζα του, ανέβηκε κι αυτό, και κάθησε κοντά στον Άγγλο.

Ο Πτολεμαίος για σεβασμό στη μνήμη των γονιών του, έκτισ' ευωδιαστούς ναούς για δόξα και τιμή τους και με στολίδια ολόχρυσα, στολίδια ελεφαντένια έχει γεμίσει τους ναούς, νάνε βοήθεια σ' όλους.

Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς. Ήρθεν η ώρα του όρθρου.

Ίσως των έρμων μια σταλιά το δάκρυ τους στεγνώσει, αν την αρματωσά σου εγώ και το κεφάλι πάρω και τ' απιθώσω σπίτι μας στα χέρια των γονιών του. 40 Μα αφτή η δουλιά αδοκίμαστη καιρό δε θα τραβήξει είτε απολέμιστη... ότι βγει, καν θάνατος καν νίκηΕίπε, κι' ευτύς μια κονταριά τού σφίγγει στην ασπίδα, μα δεν την έσκισε ο χαλκός, μον μες στη στέρια ασπίδα στράβωσε η μύτη.

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Μα είνε σοφός! μεγάλος σοφός! Και μας αγαπάει, ου! μας αγαπάει φοβερά! Αν μπορούσε, λέει, θα ρχότανε να πεθάνη στα χώματά μας. — Για να σε ματοχειλίζη συχνότερα· εμουρμούρισε ο Κουτρουμπής από το λάκκο. Ο Αριστόδημος δεν άκουσε ή κι αν άκουσε δεν έδωκε προσοχή. Πήδησε μέσα κι άρχισε νευρικά να πετάη χώματα. Στην κατάσταση που ήταν έμοιαζε με βρυκόλακα π' ανασκαλίζει τον τάφο των γονιών του.

Τι εγώ είμαι ο Φουσκομάγουλος εκείνος, που τιμιούμαι 65 Οχ τους Μπακάκους Βασιλιάς, και αφέντης τους λογιούμαι, Υγιός Λασπά του Βασιλιά, της Νεροθρόνας γέννα, Και κληρονόμος των γονιών, που μ' έκαμαν εμένα, Οχ της αγάπης τον καϋμό ερωτολαβομένοι, Στου Ηριδανού του ποταμού της όχταις ενομένοι. 70 Αλλά κ' εσύ μου φαίνεσαι σαν άξιος και αντριομένος, Και δείχνεις να είσαι Βασιλιάς με γνώσι προικισμένος.

Οι αλυσίδες τον κρατούν εκεί και τον παραδίνουν στα χασκογελάσματα και στην περιφρόνηση των συνόμοιων του. Έτσι την έπαθε τώρα ο Αλαμάνος. Θες αρρώστεια των γονιών του, θες ο πόθος της ερωταριάς· ή — γιατί όχιτο ανέλπιστο άνοιγμα μιας έδρας δασκαλικής κ' η Σοφία ζάρωσε σα χελώνα μπροστά στη σιδερένια φτέρνα της Ανάγκης. Και όμως ο νέος σοφός είχε μεγάλα σχέδια στο κεφάλι του.

Μέσα στη συφοριασμένη του ψυχή φύτρωσε η ελπίδα, όπως στην καψάλα το αγριοβότανο. «Πάλε με τον καιρό στη γενιά μας θα έρθουν» είπε. Δίπλα στο μαρμαρένιο παλάτι των γονιών του, ήταν ένα καλύβι ανήλιαγο και καπνισμένο. Καν για τους υπερέτες καν για τους χοίρους ήταν. Εκεί έκατσε ο Γιάννης ο Ευμορφόπουλος με το μεγάλο του στοχασμό.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμός φοβίζει με δεινός, θεοσταλμένος. ΑΓΓΕΛΟΣ Είναι κρυφός; Ή που μπορώ κι εγώ να μάθω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όχι κρυφός. Εμάντευσεν ο Φοίβος τάχα με την μητέρα πως γραφτό να σμίξω το αίμα, κι επίσης του πατέρα μου το αίμα να χύσω° από την Κόρινθο μακριά κι ευτυχισμένος ζούσα. Μα είναι γλυκύτατο την όψι πάντα να βλέπη την τρισποθητή των δυό γονιών του.