United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειμπορώ να το πω ενώπιόν της; Αν θυμώση; Αν λυπηθή; Αν αγριεύση; Η Αϊμά να αγριεύση; Η Αϊμά να θυμώση; Δεν ειμπορεί να θυμώση, αλλ' ειμπορεί να λυπηθή. Και τότε πώς θα την ικανοποιήσω; Είνε ποτε δυνατόν; Και την ζωήν μου όλην να θυσιάσω, και το αίμα μου να χύσω, δεν ειμπορώ να πληρώσω έν δάκρυ της. Αλλά τι λέγω; Δεν θα κάμω τίποτε. Είμαι εις απελπισίαν. Δεν είνε τόσον μεγάλη απελπισία.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμός φοβίζει με δεινός, θεοσταλμένος. ΑΓΓΕΛΟΣ Είναι κρυφός; Ή που μπορώ κι εγώ να μάθω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όχι κρυφός. Εμάντευσεν ο Φοίβος τάχα με την μητέρα πως γραφτό να σμίξω το αίμα, κι επίσης του πατέρα μου το αίμα να χύσω° από την Κόρινθο μακριά κι ευτυχισμένος ζούσα. Μα είναι γλυκύτατο την όψι πάντα να βλέπη την τρισποθητή των δυό γονιών του.

Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει. Περμ. Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη; Πιπ.

Α! τι κυττάζεις; ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτόν! αυτόν! Πώς χλωμιασμένος προσηλόνει εδώ τα βλέμματα! η μορφή του κ' η αιτία ενωμένα ημπορούσαν με την διδαχήν τους να δώσουν εις ταις πέτραις αίσθημα και γνώσιν. Μη με κυττάζης, μήπως με το θλιβερό σου ήθος εκείνο αλλάξης τον ωμόν σκοπόν μου, και ό,τι θα πράξω ξεθωριάση! μήπως χύσω όχι αίμ' αλλά δάκρυα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίνος λέγεις τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτ' εκεί δεν βλέπεις;

Έλα! ας είναι! ας χύσω λίγο μέσα στ' άλλο σου το στόμα. ΤΡΙΝΚ. Στέφανε! ΣΤΕΦΑΝ. Τάλλο σου το στόμα μ' έκραξε! Θεέ μου, Θεέ, τούτος είναι δαίμονας, όχι τέρας. Του αφίνω γεια· με τον πειρασμό μη πολλά λόγια. ΤΡΙΝΚ. Αν είσαι ο Στέφανος 'γγίξε με, και μίλησέ μου· γιατί εγώ είμαι ο Τρίνκουλος·μη σκιάζεσαι, — ο καλός σου φίλος, ο Τρίνκουλος.

Μου χρειάζονται χίλια σεστέρτια· μη λησμονής, κύριε, ότι πρέπει να εύρω αλήτας εντίμους, οίτινες, αφού ενθυλακώσουν το τίμημα, δεν θα γείνουν άφαντοι χωρίς να δώσουν ειδήσεις. Διά καλόν έργον χρειάζεται καλός μισθός, θα χρειασθή επίσης κάτι τι δι' εμέ, διά να σπογγίσω τα δάκρυα, τα οποία θα χύσω διά τον Γλαύκον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού, λάβε περισσότερον χρυσόν αλλά πρόσεχε, δύστηνε· συνειθίζομεν να λέγωμεν ότι και οι νεκροί είναι καλά· αν ούτω πως το εννοείς, θα διαλύσω τον χρυσόν τον οποίον σου δίδω, και θα χύσω αυτόν εις τον άγγελον κακών λάρυγγά σου. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Άκουσέ με, καλή μου κυρία.

Ω! Έλα γρήγορα εδώ, να χύσωτην ψυχήν σου την τόλμην μου, κ' η γλώσσα μου να σου εκμηδενίση όσα κι' αν είν' εμπόδια ως τον χρυσόν τον κύκλον, όπου η Τύχη, και μ' αυτήν Δυνάμεις υπέρ φύσιν, να βάλουν τ' απεφάσισαντην κεφαλήν σου στέμμα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θέλεις συ; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι λέγεις; Ετρελλάθηκες, ω άνθρωπε!

Επήγα και κατέβηκα εις το σπήτι του πενθερού μου Μουφάκ, του οποίου εστάθη μέγας ο θαυμασμός ομού και της γυναικός του εις το να με ιδούν, οπόταν τους εφανέρωσα τον θάνατον της θυγατρός τους, που πολύ την αγαπούσαν. Δεν έκαμα ετούτην την διήγησιν χωρίς να χύσω άπειρα δάκρυα και χωρίς να μη κινήσω και τα εδικά τους.

Ένας ένας, όποιος προβάλη να σε χτυπήση, ένας ένας θα τσακιστή και θα πέση, τι να κάμη; Εσύ έπαθες πολλά, εγώ για σένα ήθελα να χύσω ένα δάκρι, που μέσα του να είναι όλα τα δάκρια της καρδιάς μου, που με το δάκρι μου αφτό να κλάψω τα βάσανά σου όλα μαζί. Εσύ αιώνες κ' αιώνες ζης, πολεμάς, κι αναστενάζεις.