United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη κάνης στο γονηό κακό, μη κάνης πράματ' απρεπή, γιατί προσβάλλεις τη Ντροπή•, Και ούτε στης χορεύτριες αρμόζει να πηγαίνης, γιατί εκεί που χάσκοντας θα μένης, με μήλο ένα πορνίδιο μπορεί να σε χτυπήση, και την υπόληψί σου να τη σβύση.

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Τραβάω λίγο «αρόδου» και του λέω κ' εγώ: Σαν καταλείς εσύ, παπά μου, γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, εγώ θα καταλύσω τράγο τη Μεγάλη Παρασκευή...» Σήκωσε το ραβδί του να με χτυπήση, παπάς άνθρωπος.

Ένας ένας, όποιος προβάλη να σε χτυπήση, ένας ένας θα τσακιστή και θα πέση, τι να κάμη; Εσύ έπαθες πολλά, εγώ για σένα ήθελα να χύσω ένα δάκρι, που μέσα του να είναι όλα τα δάκρια της καρδιάς μου, που με το δάκρι μου αφτό να κλάψω τα βάσανά σου όλα μαζί. Εσύ αιώνες κ' αιώνες ζης, πολεμάς, κι αναστενάζεις.

Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας.

Ο άπρεπος λόγοςτο πλάγιο χτύπηματο βαμένο χαμόγελοτο μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησεαυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπωναυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία!

Ο λαός ως τόσο στο Ιπποδρόμιο θάρρειε πως ο Ιουστινιανός κ' οι αυλικοί του έφυγαν, επειδή φοβηθέντας ο Υπάτιος έστειλε κάποιον Εφραΐμ να μηνύση του Ιουστινιανού νάρθη να χτυπήση τους επαναστάτες στο ιπποδρόμιο, κι ο Εφραΐμ αυτός αντίς να πάη στο παλάτι και να φέρη το μήνυμα το είπε κάποιου σεκρετάριου Θωμά, κι ο Θωμάς εθνικός όντας έβγαλε την ψεύτικη αυτή είδηση, πως έφυγε ο Ιουστινιανός.

Λίγο παρέκει, σ' ένα ξώχωρο της Καρχηδόνας, το Δέκιμο, ανταμώνουνε μεγάλο στρατό σταλμένο καταπάνω τους από το Γελιμέρο μ' αρχηγό τον αδερφό του τον Αμάττα. Το σκέδιο τους είταν, ο ανιψιός του Γελιμέρου ο Γιβαμούνδος, με δυο χιλιάδες καβάλλα να χτυπήση το Βελισάριο από τα ζερβά· ο ίδιος πάλι ο Γελιμέρος, ξεφυτρώνοντας άξαφνα από τα πισινά του να τονέ χτυπήση αποκείθε και να τονέ σπάση.

Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του.

Μια κλωτσιά που μ' έδωκε του την σχωρνώ για το χατήρι σου, μα δωπέρα δεν μένουμε πλέον. Δεν είν' έτσι; — Ναι, είπεν η μητέρα μου, δεν μένουμε, σαν το θέλη και ο Γεωργής. Ακούς εκεί, τη Σεισουράδα να χτυπήση το παιδί μου, τον Κιαμήλη!