United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα τους ακούς να λένε: — Τι ποίησις χυδαία! τι στίχοι τετριμμένοι! τι πνεύμα χλιαρό! πού έξαρσις; πού μία πρωτότυπος ιδέα; τουλάχιστον να είχαν χαρτί γυαλιστερό! — . Κι' ίσως για σας κανένας φιλάργυρος φανή, και καταθυμωμένος την ώρα βλασφημήση, οπού συνδρομτής σας του ήλθε να γενή, και μ' όλη την καρδιά του τα φράγκα του θρηνήση.

Στο τέλος στη φυσική του σειρά το γούστο αυτό θα γίνη κριτικό και συνειδητό, αλλά στην αρχή θα υπάρχη απλώς σαν καλλιεργημένο ένστικτο· και «όποιος έλαβε την αληθινή τούτη τη μόρφωση του εσωτερικού ανθρώπου, με καθαρό και σίγουρο μάτι θ' αντιληφθή τις παραλείψεις και τα σφάλματα στην Τέχνη ή στη Φύση και μ' ένα γούστο, που δεν μπορεί να γελιέται, ενώ επαινεί ό,τι είναι καλό και βρίσκει ευχαρίστηση σ' αυτό και το δέχεται μες στην ψυχή του και γίνετ' έτσι καλός κ' ευγενικός, θα κατηγορή δίκαια και θα μισή το κακό τώρα στις ημέρες της νειότης του και προτού ακόμα να μπορή να ξέρη το γιατί». Έτσι, όταν αργότερα αναπτυχθή μέσα του το κριτικό και αυτοσυνείδητο πνεύμα, «θα το αναγνωρίση και θα το χαιρετίση σαν ένα φίλο, στον οποίον η μόρφωσή του προ πολλού τον είχε γνωρίσει». Είναι σχεδόν περιττό να σου το πω, Ερνέστε, πόσο εμείς στην Αγγλία μείναμε μακριά απ' αυτό το ιδανικό, και φαντάζομαι το χαμόγελο που θα φώτιζε το γυαλιστερό πρόσωπο του Φιλισταίου, αν τολμούσε κανένας να του υποβάλη ότι ο αληθινός σκοπός της αγωγής είναι η αγάπη του ωραίου και ότι τα μέσα, με τα οποία έπρεπε να εργάζεται η αγωγή, είναι η ανάπτυξη της ιδιοσυγκρασίας, η καλλιέργεια του γούστου και η δημιουργία του κριτικού πνεύματος.

Πότε πότε έσκυβε λίγο, έβλεπε τα πόδια της, μεγάλα και ωχρά, να κινούνται μες στο νερό, έβγαζε πότε το ένα και πότε το άλλο και ξεκολλούσε πάνω από το βρεγμένο πόδι ένα μαύρο, γυαλιστερό βώλο που είχε κολλήσει εκεί και τον έβαζε μέσα στην μποτίλια σπρώχνοντάς τον με ένα βούρλο. Ο βώλος ξεδιπλωνόταν, στένευε, έπαιρνε τη μορφή μαύρου δαχτυλιδιού: ήταν μια βδέλλα.

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Σε κάθε φωλιά και μερικά πουλάκια∙ κάθε τόσο ένα γυαλιστερό και σφαιρικό κεφαλάκι σαν πίνα πρόβαλε έξω, ξεγλιστρούσε ένα χελιδόνι, έπειτα ένα άλλο, δέκα, είκοσι και ο ουρανός γύρω από το παραθυράκι του Τζατσίντο γέμιζε από το πέταγμα μικρών μαύρων σταυρών και από ένα μελαγχολικό τετέρισμα.