United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απαρατάει στο φάραγγα τη Μάγισσαν ο Γιάννος Και παίρνει όρη και βουνά και τρέχει, σαν αγέρας, Να πάη ναύρη τον γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Π’ ανθίζει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακά του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη.

Συγχρόνως ναύρη και αυτόν η Μοίρα η κακή του! Λοιπόν, αποφασίσετε. — Πηγαίνω κ' επιστρέφω. ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Αυθέντα, την απόφασιν την έχομεν παρμένην. ΜΑΚΒΕΘ Μέσα πηγαίνετε, κ' ευθύς θα έλθω να σας εύρω. Τετέλεσται! 'ς τους ουρανούς, ω Βάγκε, αν θ' αναίβης, νάχης απόψετα εκεί τον δρόμον να γυρεύης! Εν τω μεγάρω. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έφυγ' ο Βάγκος; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ναι, αλλά το βράδυ επιστρέφει.

Και την εφίλησε γλυκά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα. — Ρώτησα εγώ χίλιους γιατρούς. Κι' αν θέλης για να γειάνω Από τα Μήλα τα Χρυσά να πας και να μου φέρης. Έφεξε η δεύτερη αυγή και πριν να δώση ο ήλιος Καββαλικεύει τ' άλογο και φεύγει ο παντρεμμένος, Και 'πήγε ναύρη τα Χρυσά τα Μήλα να τα φέρη, Για να τα φάη η γυναίκα του να ξαναγειάνη πάλι. 'Στο δρόμο μάγισσα 'ρωτά, πούν' τα Χρυσά τα Μήλα.

Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, 'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...