Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Και την εφίλησε γλυκά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα. — Ρώτησα εγώ χίλιους γιατρούς. Κι' αν θέλης για να γειάνω Από τα Μήλα τα Χρυσά να πας και να μου φέρης. Έφεξε η δεύτερη αυγή και πριν να δώση ο ήλιος Καββαλικεύει τ' άλογο και φεύγει ο παντρεμμένος, Και 'πήγε ναύρη τα Χρυσά τα Μήλα να τα φέρη, Για να τα φάη η γυναίκα του να ξαναγειάνη πάλι. 'Στο δρόμο μάγισσα 'ρωτά, πούν' τα Χρυσά τα Μήλα.
Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.
Το πρωί πρωί, ό τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως στην άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τάφτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν τόξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελλί, και πως θα τηνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα Τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι. Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, πούγινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό.
Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Ταγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ' έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά.
Στο γκρέμισμά του ούτε ήλιος σκοτείνιασε, ούτε χάθηκε το φεγγάρι. Τύφλα στο μεθύσι της η Πλάση, δεν πρόσεξε καθόλου το σβύσιμο τ' ακριβού της. Τ' ακριβού και του διαλεγμένου της. Τ' αστέρι π' άναψε κ' έφεξε την άγρια νύχτα, χάθηκε στην άγρια νύχτα και δε θα ξαναφανή. Ώρα του καλή και βλογημένη. Μικρός ήταν και μεγάλη αρχή έκαμε. — Η αρχή έγινε, ας τελειώσουν οι γιοί μου, σκέφτηκε.
Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!
Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζης και θα σε λυώσω στο τσίμπημα! » Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πούντος ο Γιάνης; Αμ' η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πούν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξη, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί είταν και θα ραγίση!
Και μόλις έφεξε η αβγή, οι κράχτες διαλαλούσαν 685 ναρθεί οπιανού στην Ήλιδα χρωστιούνταν κάπιο χρέος. Και σα μαζώχτηκαν αφτοί, τότε οι δημογερόντοι τους μοίραζαν· γιατί πολλών χρωστούσανε οι Ηλιώτες, σαν πούμαστε μια χούφτα εμείς στην Πύλο, ρημασμένοι· τι ο θεριομάχος Ηρακλής μάς ρήμαξε σαν ήρθε 690 τα χρόνια πριν, και χάθηκαν οι πιο καλοί μας όλοι.
Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.
Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, 475 τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν