United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βασιλιά της μεγαλήτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσης το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο τόχω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσης και εμάς για μισήν ώρα ταυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς. Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω.

Εγώ είμαι αθώος! Αυτό σας το απέδειξα· φως φανερόν σας είπα το ποιος και πώς σας έπαιξε, τι μέσα, τι απάτην· τα πάντα σας εξήγησα εις τρόπον που καθένας όσον κι' αν έχη 'λίγον νουν, 'μισήν ψυχήν κι' αν έχη να 'πή: Αυτά τα έκαμεν ο Βάγκος! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Μας τα είπες. ΜΑΚΒΕΘ Επήγα και μακρύτερα.

Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου είνε, θα φανούν». Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε», καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην.

Όλοι οι θαλασσινοί έλεγον, τους ήκουεν αυτός να λέγουν, ότι διά να γείνη τις καλός ναυτικός, πρέπει να περάση από φουρτούναν, από πολλές μάλιστα φουρτούνες. Και έπειτα να «κατιάζη» τις απαράλλακτα, όπως η κόττεςτο σπιτάκι της θεια-Σειραϊνώς με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην και με το καραβόπανον, δοκιμάζει όλα τα δυσάρεστα της τρικυμίαςχωρίς να μπορή ποτέ να γείνη καλός ναυτικός.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Όταν την έστειλα, εννηά εσήμαινεν η ώρα, και είπε το πολύ πολύ να λείψη μισήν ώραν.

Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να με μάθης και το σκοπό, να το τραγουδώ, κι ας είναι και μοναχή μου. Την έκοψαν την αναπνοή μου αυτά τα λόγια. Τι μπόσικος, είπα, και δεν τόξερα πως είχα τέτοιο ηρωικό κορίτσι μέσα στο σπίτι! Της άρχισα λοιπόν το τραγούδι. Πρέπει να της τραγουδούσα ως μισήν ώρα. — Κι άλλο, κι' άλλο, μου κάνει σαν τέλειωσα· κανένα πιο ταιριαστό σε τέτοια βραδιά.

Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού μισήν ώραν μακράν από την χώραν.

Σιμά εις την κορυφήν του βουνού, εις τον Άι-Κωνσταντίνον, εκεί ήσαν τα πλατάνια, ωραία δένδρα, και από την ρίζαν των ανέβλυζε δροσερά πηγή. Εστάθημεν προς στιγμήν διά ν' αναψύξωμεν. Εκείθεν έπρεπε να κατέλθωμεν τον κατήφορον, διά να φθάσωμεν εις την Κεχριάν, μισήν ώραν δρόμον ακόμα.

Ο δε βασιλεύς παίρνοντάς την θυγατέρα του και τον Καλάφ από τα χέρια τους έφερε μέσα εις το σαράγι του, και έκαμε μεγάλες δεξίωσες του Καλάφ, και συμπόσιον μέγα, και ευφράνθηκαν υπερβολικώς όλην εκείνην την ημέραν, έως την μισήν νύκτα.

Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας; — Ακούς λέει; και τι καλλίτερο. Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο.