United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι οι θαλασσινοί έλεγον, τους ήκουεν αυτός να λέγουν, ότι διά να γείνη τις καλός ναυτικός, πρέπει να περάση από φουρτούναν, από πολλές μάλιστα φουρτούνες. Και έπειτα να «κατιάζη» τις απαράλλακτα, όπως η κόττεςτο σπιτάκι της θεια-Σειραϊνώς με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην και με το καραβόπανον, δοκιμάζει όλα τα δυσάρεστα της τρικυμίαςχωρίς να μπορή ποτέ να γείνη καλός ναυτικός.

Τότε ο Νίκος εθεώρησε το πράγμα ως σημείον, και είπεν ότι, όχι αυτός, αλλ' ο δίκαιος Θεός είχε καταδικάσει την γολέτταν και τον καραβοκύρην της· ο Θεός ας έκαμνεν έλεος! Μετά τρεις ημέρας ήλθεν είδησις ότι η γολέττα εχάθη. Όλοι οι θαλασσινοί του τόπου ηπόρησαν με την «ατζαμωσύνην» του Καβούληαγκαλά αυτός ήτο κτηματίας και οινέμπορος, δεν ήτο ναύτης.

Στιγμήν τινα, όταν ο άνεμος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας. Δύο ή τρεις θαλασσινοί κατοικούντες εις το παραθαλάσσιον, σιμά εις την προκυμαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των και εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειμαζομένα πλοία.

Τριστάνε, λέει η Βασίλισσα, δεν παρασταίνουν οι θαλασσινοί πως ο πύργος του Τινταγκέλ είναι στοιχειωμένος, κι' ότι με μάγια δυο φορές το χρόνο, το χειμώνα και το καλοκαίρι, χάνεται και φεύγει από τα μάτια; Τώρα έχει χαθή. Αυτός δεν είναι ο θαυμάσιος κήπος για τον οποίο μιλάνε τα τραγούδια της άρπας; τοίχος από αέρα τον κλείνει απ' όλες της μεριές. Δέντρα ανθισμένα, χώμα που μυρίζει μαγευτικά.

Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς εσκοτείνιασε. Ασυνείθιστη κίνησις άρχισε στις Δήλες σαν σε μερμηγκοφωλιά κατά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι θαλασσινοί! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνησι!

Η Ιωάννα αναπτύξασα αυτήν, εν μέσω άνθινων στεφάνων, καρδιών τετρωμένων, ασπαζομένων περιστερών, φλεγουσών λαμπάδων και άλλων περιπαθών συμβόλων, δι’ ων οι τότε ερασταί εκόσμουν τας επιστολάς των, ως παρ’ ημίν οι θαλασσινοί τους βραχίονας και τας κνήμας των, ανέγνωσε τα εξής: Φρουμέντιος τη αδελφή αυτού Ιωάννα χαίρειν εν Υψίστω.

Ουχ ήττον όμως και μέσα εις την θάλασσαν και εις τας ασθενείας, είναι άφοβος όστις είναι ανδρείος, όχι όμως καθ' όμοιον τρόπον με τους θαλασσινούς. Διότι οι μεν ανδρείοι είναι άφοβοι, αν και δεν έχουν ελπίδα διά την διάσωσίν των και αποτροπιάζονται τον τοιούτον θάνατον, ενώ οι θαλασσινοί έχουν ελπίδας, διότι είναι συνηθισμένοι.

ΜΑΚΒΕΘ Ω ναι·τους καταλόγους ως άνδρες λογαριάζεσθε, καθώς κ' οι σκύλοι όλοι, — αυλόσκυλοι, μανδρόσκυλοι, λαγωνικά, ζαγάρια, θαλασσινοί, μισόλυκοι, μικρά σκυλάκια, μούργοι, όλοι των σκύλοι λέγονται.

Ως είδεν ο Πάπος ότι παρήλθον σαρανταοκτώ ώραι, και η βάρκα δεν εφάνη πουθενά, και οι θαλασσινοί έλεγαν, ότι δεν ηδύνατο να είνε εις την αντιπέραν ακτήν, αλλά κάπου περί την νήσον θα ευρίσκεται, και πιθανόν να φανή οσονούπωτο κακοκέφαλον παιδίον ανησύχησεν, όσον μπορούσε ν' ανησυχήση, και έφερεν όλον τον γύρον του λιμένος, κ' έφθασεν αντικρύ προς το μέρος όπου είχεν εκπλεύσει η βάρκα.

Και καλά να μεταγυρίση ο Πατριάρχης· ως κι ο στρατός με το λαό πια πήγαινε τώρα. Βγήκαν τότες οι θαλασσινοί του Θεοφίλου με μερικούς καλόγερους να τα διορθώσουνε, μα τους βρήκε μεγάλο κακό, και παραλίγο να σκοτωθή κι ο Θεόφιλος. Εκεί απάνω γίνεται μεγάλος σεισμός· αυτό πια τον κατάπεισε το λαό πως είχε το δίκιο μαζί του, και τίποτις δεν τονέ σταματούσε.