United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή και βραδύτερον τι.

Αι επιστολαί του εκφράζουν όλην την οδύνην ανθρώπου εμμανώς αγαπώντος· είνε επιστολαί ημιπαράφρονος, η τελευταία του δε είνε αληθινή λάβα ηφαιστείου. — «Αν δεν έλθηςέγραφεναυτήν την φοράν, δεν θα ημπορέσω ν' ανθέξω περισσότερον . . .» Η ημέρα εκείνη είνε ημέρα τρικυμίας ψυχικής απεριγράπτου διά την Αρσινόην· αι ώραι, αι στιγμαί, είνε ώραι και στιγμαί αλλοφροσύνης.

Αλλ' εκεί επί της ερήμου κορυφής του όρους, κατά την νύκτα εκείνην της τρικυμίας, ηδύνατο ν' ανακτήση ισχύν και ειρήνην ανεκλάλητον· διότι εκεί ήτο μόνος μετά του Θεού. Και ούτω επί της μορφής της κυπτούσης εις ερημικήν δέησιν επί των ορέων, και επί των εργατών εκείνων επί της τεταραγμένης λίμνης, το σκότος έπιπτε και οι μεγάλοι άνεμοι έπνεον. Ώραι και ώραι παρήρχοντο.

Εάν εις δύο έτη αυξάνης το έν κατά ένα μήνα διά να διατηρώσιν αι τέσσαρες ώραι του έτους την απαιτουμένην τάξιν, γίνονται, εις εβδομήκοντα έτη, τριάκοντα πέντε μήνες εμβόλιμοι ή χίλιαι πεντήκοντα ημέραι περισσότεραι, και εν όλω είκοσι έξ χιλιάδες διακόσιαι πεντήκοντα ημέραι, έξ ων ούτε μία δεν φέρει ακριβώς το αυτό πράγμα το οποίον έφερεν η προηγουμένη.

Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η σιωπή, αλλ' εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι παρήρχοντο ! θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας ; θα τους έχωμεν και την νύκτα πάλιν ; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.

Τι θα λέγη η Παρασκευή, επανελάμβανε. Θα μας έχη διά χαμένους. ― Μη σε μέλη, Παντελή. Σου υπόσχομαι να ήσαι οπίσω αύριον το πρωί. Θα της χαρίσω όλον το απώλητον χαβιάρι μου, προίκα διά τον κληρονόμον όπου σου ετοιμάζει. Πόσον βραδέως παρήλθον της πρωίας εκείνης αι ώραι.

Ο φιλόξενος χωρικός μας ηρώτησεν αν πεινώμεν, και μας επρόσφερε το πτωχικόν δείπνον του, αλλ' ο πατήρ μου τον ηυχαρίστησε, μη θελήσας να του στερήσωμεν τον άρτον του. Εν τούτοις αι ώραι παρήρχοντο και ο κηπουρός δεν εφαίνετο, αι δε αδελφαί μου επείνων.

Μετ’ ου πολύ η λέμβος ανεσύρετο παρά τας πλευράς του πλοίου, όπερ ήνοιγεν εις τους ανέμους τα ιστία· ο δε Φρουμέντιος μετά ματαίαν καταδίωξιν, εξαντλήσας τας ελπίδας και τας δυνάμεις του έκειτο άπνουν ναυάγιον επί της προκυμαίας. Ότε συνήλθεν εις εαυτόν, απώθησεν ως κακόν όνειρον την ζωήν. Αλλ’ αι ώραι παρήρχοντο, ο ήλιος εξήραινε τα ενδύματά του και δεν έπαυε το όναρ.

ΚΑΙΣΑΡ. Του να μου παράσχης ένοπλον βοήθειαν όταν ήθελον ζητήσει αυτήν, αλλά συ ηρνήθης αυτήν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ημέλησα μάλλον, και τούτο καθ' ην στιγμήν ώραι φαρμακεραί με καθίστων ουχί κύριον του εαυτού μου. Θα δείξω δε προς σε την μετάνοιάν μου, όσον δύναμαι· αλλ' η χρηστότης μου δεν θα καταβιβάση το μεγαλείον μου, ούτε θα μεταχειρισθώ το μεγαλείον άνευ χρηστότητος.

Ενώ δε μεταφέρονται εκ τύχης συμφώνως με την ιδιότητά των έκαστον, και με αυτόν τον τρόπον συνέπεσε να προσαρμοσθούν κάπως τα συγγενή, δηλαδή τα θερμά με τα ψυχρά ή τα ξηρά με τα υγρά και τα μαλακά με τα σκληρά και όλα όσα κατά τύχην εξ ανάγκης ανεμίχθησαν με τα αντίθετά των, κατ' αυτόν τον τρόπον εσχηματίσθη ολόκληρος ο ουρανός και όλα τα ουράνια σώματα, και πάλιν όλα τα ζώα και τα φυτά, αφού έγιναν από αυτά αι ώραι όχι από νουν, λέγουν αυτοί, ούτε από κανένα θεόν ούτε με τέχνην, αλλά, καθώς είπαμεν, από την φύσιν και την τύχην.