United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελευταίον πρέπει να είπωμεν, ότι ο Πλήθων, καίπερ πρεσβύτης ήδη, συνέλαβεν ίσως επί μίαν στιγμήν όψιμόν τι αίσθημα, και εμελέτησε καθ' εαυτόν την μετά της Αϊμάς ένωσιν, αλλ' όμως απώθησεν ευθύς την ιδέαν ταύτην, φοβηθείς το γελοίον, και απεφάσισε να νυμφεύση την Αϊμάν, προικίζων αυτήν και τον Μάχτον, και καθιστών διά μιας χειρός δύο ευτυχείς.

Του ενθύμησεν όλας τας συνομιλίας των, εκεί κάτω εις τα βαλανεία, τους μακρυνούς περιπάτους των εις την Ιεράν Οδόν, και την εσπέραν εις τας μεγάλας επαύλεις με τον ψίθυρον των πιδάκων, υπό τας ανθίνους αψίδας ότε είχον ενώπιον των τας ωραίας της Ρώμης εξοχάς. Τον εκύταζεν όπως άλλοτε προστριβομένη επ' αυτού με θωπευτικάς κινήσεις. Αλλ' ο Αντίππας την απώθησεν.

Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν. — Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου. Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.

Οι Σκύθαι παρετήρησαν τούτο και έπραττον το αυτό· είς δ' εξ αυτών πλησιάσας μίαν των μονωθεισών εχαριεντίζετο πλησίον της· και η Αμαζών δεν τον απώθησεν αλλά τον άφησε να πράξη ό,τι ήθελε.

Μετ’ ου πολύ η λέμβος ανεσύρετο παρά τας πλευράς του πλοίου, όπερ ήνοιγεν εις τους ανέμους τα ιστία· ο δε Φρουμέντιος μετά ματαίαν καταδίωξιν, εξαντλήσας τας ελπίδας και τας δυνάμεις του έκειτο άπνουν ναυάγιον επί της προκυμαίας. Ότε συνήλθεν εις εαυτόν, απώθησεν ως κακόν όνειρον την ζωήν. Αλλ’ αι ώραι παρήρχοντο, ο ήλιος εξήραινε τα ενδύματά του και δεν έπαυε το όναρ.

Ως τόσον, ακούμβησεν αφελώς την λευκήν και τόσον απαλήν χείρα της εις τον ώμον του νέου, όστις ανετριχίασεν όλος εις την επαφήν, κ' επέβη εις την μικράν βαρκούλαν. Εκείνος ηκολούθησε κατόπιν της, και λαβών την κώπην, ήρχισεν αδεξίως ν' αβαράρη. Αλλ' αντί ν' απωθήση τον μώλον, απώθησεν αριστερά τον πυθμένα, και ούτω η βάρκα εδιπλάρωσε κ' εκτύπησεν ελαφρώς εις μίαν των πετρών του μώλου.

Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν φύλλον.

Οι τρακωτοί ήχοι των εκπυρσοκροτούντων ούτω καψυλίων, ήσαν τόσον θορυβώδεις και τόσον πυκνοί και συνεχείς, ώστε κατ' έτος εγίνετο άκοσμος χασμωδία εντός του ναού. Τώρα όμως να της ξεχάσουν αυταίς της μπιρμπαντιαίς! έλεγεν ο κυρ Μανωλάκης. Και συλλαμβάνων αυτά από του ωτίου ένα-ένα τα απώθησεν έξω του ναού. Τα οποία παραταχθέντα τότε εν τη πλατεία ενέπαιζον τον επίτροπον εν χορώ: — Φώτο-σβέστη!