United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπάρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο. Τέλος περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.

Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, χωρίς δισταγμόν, ιδών με το πρώτον βλέμμα εις ποίαν λέμβον ευρίσκετο ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, ήτις λέμβος ήτο άλλως και η πλησιεστέρα προς το μέρος εξ ου αυτός ήρχετο, προσήγγισε με την βάρκαν του, εισεπήδησεν εις την ξένην λέμβον, απέπεμψε την ιδικήν του, ειπών εις τους συντρόφους του να γυρίσωσι μόνοι εις τον λιμένα, ηυχήθη το «καλώς ωρίσατε» εις τους τρεις υποψηφίους και εν μεγίστη ελευθερία, ενώ ο πορθμεύς και ο ναύτης του εκύτταζον έκπληκτοι, εκάθισε παρά το πλευρόν του Γιαννάκου του Χαρτουλαρίου και ήρχισεν αμέσως εμπιστευτικός ανακοινώσεις εις το ους αυτού.

Ο τελωνοφύλαξ βέβαιος πλέον ότι θα συλλάβη τα λαθραία, εισέδυ υπό τινα σκιερόν του βράχου θάμνον και παρεφύλαττε την τελευταίαν ταύτην λέμβον, ήτις ήτο και μεγαλειτέρα. — Αν δεν ήσαν λαθραία, είπε μετά πεποιθήσεως, θα πήγαινετη σκάλα. Διότι πραγματικώς η λέμβος προσήγγισεν εις το απώτερον του ορμίσκου μέρος, όπερ περιφρασσόμενον υπό τίνων σχοίνων, ήτο σκοτεινόν και απρόσιτον.

Τι έχεις; είπεν ο κυβερνήτης· κάμε ήσυχα, μη φοβάσαι. Και ήρχισε ν' ανασπά την άγκυραν. Αλλ' ο επιβάτης δεν ήτο καλά! Είχε κύψει εις το κύτος, κ' εζήτει να κρατηθή από τας εξοχάς των στραβοξύλων, από τα εσωτερικά φατνώματα. Η λέμβος εκινήθη. — Έχε έννοια, είπεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, τώρα θα λύσω το πανί. Το σκάφος εσάλευσεν ολίγον τι. Ο επιβάτης εκυρτώθη, έγεινε κουβάρι.

Αλλ' η παραλία ήτο έρημος, επί δε της θαλάσσης εφαίνετο λέμβος, σχίζουσα τα κύματα της Μουνυχίας και παρά την πρύμνην αυτής ίστατο η Ιωάννα εις το ράσον της περιεσφιγμένη. Η δραπέτις είδεν ίσως επί της ακτής τον ανατείνοντα προς αυτήν τους βραχίονας και είτα εις την θάλασσαν βυθιζόμενον νεανίαν, αλλ’ αποστρέψασα το πρόσωπον παρώτρυνεν εις ταχύτερον δρόμον τους κωπηλάτας.

Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον.

Ο ερημίτις, γέρων, πολιός, οστεώδης, μαραμμένος, εξήρχετο από τινος κελλίου προβαίνων εις τον ναόν. Και ιδών εκ των όπισθεν τον κυρ-Δημάκην, ιστάμενον και θεωρούντα προ της θύρας θαμβωμένον, εξεπλάγη, διότι ουδεμία λέμβος είχε προσεγγίσει από τινων ημερών ένεκα του χειμώνος.

Οι δ' επιβάται σκύπτοντες από των πλευρών του πλοίου έβλεπον την θάλασσαν, και αι γυναίκες έκραζον : ― Έπεσε εις την θάλασσαν! Σώσατέ την! Ο πλοίαρχος διέταξε να χαλαρώσωσι τα ιστία. Εκόπη του πλοίου ο δρόμος, και η λέμβος κατεβιβάσθη. Αλλ' ο άνεμος έπνεε δυνατός και είχομεν ήδη αφήσει οπίσω το άγνωστον εκείνο σημείον, όπου ηκούσθη ο απαίσιος ήχος, όπου η Ανδριάνα ερρίφθη εις το πέλαγος.

Κύκλος καμαρωτός με ωραία λάμποντα μάτια και χρυσώς ακτινοβολούντα στήθη, βαίνων αργώς βήμα προς βήμα, ώστε να υποφαίνηται ηδέως η χρυσόρραπτος κοντούρα, με χαριεστάτην ελαφράν κίνησιν του κορμού δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τους ιάμβους του άσματος, ως κινείται λέμβος ηδυπαθώς εν γαλήνη, ώστε ο χορεύων να μη αισθάνηται κόπον ταράσσοντα.

Εφοβήθησαν αρά γε ; ή μη αι σφαίραι των ναυτών μας επέτυχον ; ή μη ήσαν πολυαρίθμου σώματος εμποσθοφυλακή και επερίμενον επικουρίαν, όπως επιπέσωσι καθ' ημών ; Και τότε ; τι θα γίνωμεν; πώς θ' αντισταθώμεν; Εν τούτοις η λέμβος επλησίαζεν.