United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπάρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο. Τέλος περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.

Μη τολμών ν' ανοίξη το ερώτημα, έδιδε μίαν απάντησιν ήτις έλεγε και δεν έλεγε τίποτε, εθεώρει δε και τούτο ως πρέπον εις τους χρησμούς, και υπήρχον εξηγηταί διά να ερμηνεύουν τας σκοτεινάς εκείνας απαντήσεις και ελάμβανον όχι μικράς αμοιβάς παρ' εκείνων εις τους οποίους εδίδοντο οι τοιούτοι χρησμοί διά την εξήγησιν αυτών.

Προς τι να την λυπήση προτού τελεσθή το γεγονός; Και όμως δεν ηδύνατο να κρατηθή ο Κ. Πλατέας. Έπρεπε να ομιλήση διά να μη σκάση. Αλλά μη τολμών να εκφράση απ' ευθείας το αντικείμενον των διαλογισμών του, προσέφυγεν επί το διπλωματικώτερον εις σχέδιον περιφραστικόν και εσκέφθη να φέρη εντέχνως τον λόγον εκ του φαγητού εις τον γάμον. — Φλουρού, είπεν, επαράβρασες το βραστόν.

ΚΑΙΣΑΡ. Τι σημαίνει τούτο; και τις είσαι συ ο τολμών ούτω να εμφανισθής ενώπιόν μου; ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ονομάζομαι Δερκέτας· υπηρέτησα δε τον Μάρκον Αντώνιον, όστις κάλλιον παντός άλλου ήτο άξιος πιστοτάτης υπηρεσίας. Ήτο δε κύριός μου εφ' όσον έζη και ωμίλει, και διήνυσα τον βίον πολεμών τους εχθρούς αυτού.

Αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη όπως βεβαιωθή. Ο Σκούντας ήθελε να τη είπη ότι κίνδυνος ήτο μη αναγνωρίσωσιν αυτήν, διότι οι εν τω οικίσκω θα ήσαν εξ άπαντος άνθρωποι του μοναστηρίου και τότε θα την συνελάμβανον όπως την παραδώσωσιν εκ νέου εις τας καλογραίας. Αλλ' εκωλύετο, μη τολμών να προφέρη τοσαύτας λέξεις με την ιδίαν φωνήν του.

Το βλέμμα του εξέφραζεν απορίαν. Διετύπωσε δε καθ' εαυτόν την επομένην σκέψιν, μη τολμών και να εκφράση αυτήν· — Α! φεύγει. Τόσον καλλίτερα! Όσον διά την Αϊμάν, αύτη εκοιμάτο ανήσυχον ύπνον. Και όχι μόνον εκοιμάτο, αλλά και ωνειρεύετο. Τούτο εδείκνυον τα κινήματα, άτινα ετάραττον αιφνιδίως το σώμα αυτής, και οι ελαφροί στεναγμοί, οι εξερχόμενοι εκ του στήθους της.

Ο δε Μανώλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύση: — Δε θέλω να μου λες τέτοια πράμματα, αλλοιώς ... . Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθή ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήση τον πρότερον βίον.

Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.