Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ο Σκούντας επλησίασεν, εισήλθεν, έψαυσε την θύραν, την ηρεύνησεν, έμπροσθεν και όπισθεν, και συγχρόνως περιέφερε προφυλακτικά βλέμματα πέριξ, προνοών μη τον ίδη τις. Τότε ανεκάλυψεν ότι η θύρα αύτη εκλείετο έσωθεν διά δύο παχέων μοχλών, και δεν εφαίνετο έχουσα κλείθρον.

Και πώς συμβαίνει ώστε ο Πάπας να είνε ανταποκριτής σου; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Όπως συμβαίνουν όλα τα πράγματα, απήντησεν ο Τρανταχτής. — Εξήγησέ μου λοιπόν πώς συμβαίνουν τότε, διότι εγώ δεν το ειξεύρω. — Διά να συμβή κάτι, είπεν ο Τρανταχτής, εγώ ωμίλησα με σπουδαίους ανθρώπους και το έμαθα αυτό, απαιτούνται δύο τινά· θέλησις και δύναμις. — Λοιπόν;

Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν. Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του. — Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως. — Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας. Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Αλλ' επέσχε μετ' αγώνος την γλώσσαν της, και απεφάσισε να φανή εχέμυθος. Βαρυνθείσα δε τέλος τον απέπεμψεν, ειπούσα αυτώ να περιέλθη τα πέριξ του μοναστηρίου, και την εσπέραν να επανέλθη, όπως αναβώσιν ομού εις το υπερώον. Ο καλός Σκούντας έσπευσε να υπακούση, και καταβαίνων την κλίμακα του μαγειρείου, περιειργάζετο λίαν προσεκτικώς τα πάντα.

Από την κλειδότρυπα; επανέλαβεν ο Σκούντας ενθυμηθείς την κλείδα ην είχεν εις το θυλάκιον. — Και διατί θέλεις να την ιδής; είπεν η Βεάτη. Ο Τρανταχτής σου παρήγγειλε τίποτε να της πης; — Ο Τρανταχτής... όχι μόνον ο Τρανταχτής. — Αλλά και ποίος άλλος; — Ο αδελφός της, είπε σκοπίμως ο Σκούντας. — Ο αδελφός της; Και τι της παραγγέλλει ο αδελφός της;

Εδώ είνε, είπε τέλος η Βεάτη. Αλλ' ειπέ μοι, διατί ο Τρανταχτής ενδιαφέρεται; — Αυτή είνε πτωχή νέα αξιολύπητη, και φαίνεται ότι ο Τρανταχτής είνε φίλος της οικογενείας της, είπεν ο Σκούντας. Και εις ποίον μέρος, παρακαλώ, κατοικεί αυτή; — Παντού ανακατόνεται αυτός ο ευλογημένος ο Τρανταχτής, είπεν η Βεάτη. Και πόθεν έμαθεν ότι ευρίσκεται αυτή εδώ;

Τόσον το καλλίτερον, είπεν ο Σκούντας στενάζων. Παραδόξως δ' εσκυθρώπασε, και δεν επέμεινε περιπλέον εις το θέμα τούτο του λόγου. — Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, είπεν. — Ας έλθωμεν. — Έως πότε λέγεις να φθάση εδώ; — Ποίος; — Ο Καρδινάλιος, αυτός, πώς τον λέγουν. — Δυστυχώς αυτός ο Δερμίνιος, ο υποκριτής, ελησμόνησε να βάλη την χρονολογίαν εις την επιστολήν. — Όστε δεν ειξεύρεις;

Αλλ' ο Σκούντας, όσον διελογίζετο, τόσον πλειοτέρους λόγους εύρισκεν όπως μη επιθυμή να εισέλθη εις τον οικίσκον εκείνον. Αν υπήρχον εντός άνθρωποι, θα ήναπτον φως πριν τοις ανοίξωσι την θύραν, και αυτός δεν επεθύμει να ίδη το πρόσωπόν του η Αϊμά μέχρι της πρωίας.

Την εσπέραν της επιούσης ο Σκούντας και ο Τρανταχτής συνηντήθησαν εις το καπηλείον του μπάρμπα Κατούνα, παρά τον γραφικόν εκείνον αιγιαλόν, όπου ο εμβάτης έπνεεν εισκομίζων εις τους ηδυπαθώς κινουμένους ρώθωνας των δύο φιλοποτών τα θαλάσσια αρώματα, τα τόσον προσφιλή εις τους κατοίκους της παραλίας.

Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας. — Και διά να πεισθής, ιδού. Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν. — Ιδού, διάβασε, είπεν. Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν: «Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν