United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δε στρατοί συνηντήθησαν προ των Σάρδεων εις πεδιάδα μεγάλην και άδενδρον την οποίαν διασχίζουσι μεγάλοι ποταμοί οίτινες όλοι, μετά του Ύλου, πίπτουσιν εις το ευρύτατον ρεύμα του Έρμου, όστις τρέχων εκ του ιερού όρους του αφιερωμένου εις την μητέρα Κυβέλην, χύνεται εις την θάλασσαν πλησίον της Φωκαίας.

Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν& του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν.

Τέλος μετά πολλάς συμπλοκάς, κατά τας οποίας νικητής ήτο πάντοτε ο Ηράκλειος, οι δύο πολέμιοι στρατοί συνηντήθησαν κατά Δεκέμβριον του 627 εκεί όπου ήτο άλλοτε η πολυθρύλητος πόλις Νινευί, πλησίον του τόπου όπου προ 958 ετών ο Αλέξανδρος ο Μέγας κατετρόπωσε τον τελευταίον μέγαν στρατόν του αρχαίου Περσικού κράτους.

Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. — Κάνουμε πανιά; επανέλαβεν η νεαρά γυνή. Φαίνεται, δεν είχε παύσει να το σκέπτεται, αφότου πρώτην φοράν το είπε, και το έλεγε με τόσον αφελή και φυσικόν τρόπον, ως να ηρμήνευε τι εφρόνουν και οι δύο. — Κάνουμε, απήντησεν ασυνειδήτως ο Μαθιός. Και επειδή δεν είξευρε τι έλεγε, την φοράν ταύτην ουδ' ηρώτησε &με τι&.

Τότε συνηντήθησαν εκεί και τέσσαρες χωροφύλακες, μ' εμβαλωμένας στολάς πλην με καινουργή λαμπρά όπλα. Είχον λειποτακτήσει εκ των φρουρών της Λαμίας, ως έλεγον, και κατετάχθησαν εις τα επαναστατικά στρατόπεδα. Οι δύο εξ αυτών προήρχοντο εκ του σώματος του Αλμυρού της Θεσσαλίας, οι δε εκ του στρατοπέδου της Κασσάνδρας.

Κατά την επικίνδυνον αυτήν πορείαν συνηντήθησαν περί το Πήλιον, προς άλλους δύο φυγάδας, της αυτής φύσεως, δύο σκληρούς και τυλώδεις γέροντας, προερχομένους από της Χαλκιδικής. Και ούτως οι τέσσαρες ομού εκάθησαν νύκτα τινά περί τα τέλη του Μαΐου υπό βαθύσκιον καστανέαν του Πηλίου ν' αναπαυθώσι. — Τι να κάμωμεν τώρα παιδιά; είπεν ο καπετάν-Γεώργης, σιωπηλώς οικειοποιηθείς δικαιώματα αρχηγίας.

Αλλά πριν η ράβδος καταπέση συνηντήθησαν του καλού ιερέως και του καλού σκύλου οι οφθαλμοί και αποτέλεσμα της συναντήσεως εκείνης, ήσαν η απόθεσις της ράβδου και η προσθήκη πενταλέπτου εις τον έρανον των μαθητών. Ούτοι διεσκέδαζον ενίοτε υποβάλλοντες την ακεραιότητα του Πλούτωνος εις δεινήν αληθώς δοκιμασίαν.

Αλλ' η Πηγή εύρεν αφορμήν να διακόψη την στενόχωρον σιωπήν: — Εβάρηκες; τον ηρώτησεν. Ο Μανώλης απήντησεν αρνητικώς πλαταγίσας την γλώσσαν. Και τότε πρώτην φοράν συνηντήθησαν επί μίαν στιγμήν τα βλέμματά των. Έπειτα επήλθεν εκ νέου σιωπή. Αλλ' η Πηγή εύρε πάλιν κάτι να είπη: — Και πούχεις καλλίτερα, Μανωλιό, στο χωριό γή στα ωζά; — Καλλιά 'νε στο χωριό, απήντησε.

Τίποτε όμως άλλο δεν τους έβλαψε περισσότερον, όσον ο πολεμικός παιάν, ο οποίος, επειδή ήτο παραπλήσιος εις αμφοτέρους, παρείχεν απορίαν εις τους Αθηναίους· διότι οι Αργείοι, οι Κερκυραίοι και όσοι Δωριείς ήσαν μετά των Αθηναίων, οσάκις ετόνιζαν τον παιάνα, επροξένουν εις τους Αθηναίους τον αυτόν τρόμον, τον οποίον και οι εχθροί· εις τρόπον ώστε και εις πολλά μέρη, όπου συνηντήθησαν εν τω μέσω του θορύβου, φίλοι μετά φίλων, πολίται μετά πολιτών, όχι μόνον εφοβήθησαν, αλλά και εις χείρας ήλθαν μεταξύ των και μετά δυσκολίας απεχωρίσθησαν.

Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του τρελλοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανώλης εκυλίσθη μετ' αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι: — Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, αι; Κεγώ το φοβήθηκα. Αι, μωρέ παιδιά, κακά πούνε στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό!