United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ερχομένην ημέραν από την αυγήν ήλθεν ο ζευγίτης μου και με εζητούσε διά να μου ομιλήση και να μου φανερώση ένα μυστικόν, και λέγει μου· αυθέντη, εγώ έχω μίαν θυγατέρα, που καταλαμβάνει την μαγείαν, και εχθές όταν είδεν ότι που εγύρισα οπίσω το μοσχάρι καθώς με επρόσταξες, πρώτον εγέλασε και ύστερα έκλαυσε· και την ερώτησα την αιτίαν και μου είπεν, ότι τούτο το μοσχάρι είναι ο υιός του αυθέντου μας, που η γυναίκα του η κυρά μας το μετέβαλεν εις μοσχάρι, και την μητέρα του εις αγελάδαν και εγέλασα χαρούμενη, επειδή το είδα ζωντανόν· έπειτα έκλαυσα διά την μητέρα του, που εθυσιάσθη.

Τότε η νέα αφού τον εβεβαίωσεν ότι αυτή δεν ήθελεν αλησμονήσει την δεξίωσιν, και τες χάρες που της έκαμεν, εμίσευσε και επήγεν εις τον πατέρα της, και εδιηγήθη τα όσα απέρασε, και τα όσα είδεν.

Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας.

Αυτή ήτο η σκέψις της Ανθούλας, καθώς ο ύπνος έκλειε τα βλέφαρά της. Η σελήνη από τα βουνά αντικρύ έρριπτε την λάμψιν της εις το ωραίον προσωπάκι της. Ήτο ολόξανθος κόρη η Ανθούλα. Εάν την έβλεπε κανείς από τους ποιητάς μας τώρα, καθώς εκοιμάτο, θα έλεγε. «Εύμορφη, πεντάμορφη Σαν εικόνα μοιάζει.» — Θα σας ειπώ τι όνειρον είδεν εκείνην την νύκτα.

Και είδεν εκεί ο τσεσμελής την μακαρίτισσαν, την ίδιαν την κυρά-Λιμπέριαινα, αδύνατην και ξηραγγινήν ως ήτο, αλλά χαρούμενην και καλοκαρδισμένην, και άκουσε μίαν γλυκυτάτην φωνήν, σαν σβύνουσαν μουσικήν, σαν ουράνιον ψαλμωδίαν, εις τα ύψη επάνω: — Δεξιά και αριστερά, παιδί μου! Σημ. Το παρόν διήγημα ανεδημοσιεύθη πολλάκις, και εις το αναγνωστικόν βιβλίον Ι. Πολέμη.

Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι.

Ο Άστυλος τα δεχότανε αυτά· κ' ύστερα τόρριξε στο κυνήγι των λαγώνε, σαν πλουσιόπαιδο, που πάντα διασκέδαζε και που ήλθε στην εξοχή για να δοκιμάση καινούργιες χαρές. Μα ο Γνάθωνας, σαν άνθρωπος που έμαθε μόνο να τρώη και να πίνη ως που να μεθύση, και μη όντας τίποτε άλλο παρά στόμα και κοιλιά κι όσα ήτανε κάτω από την κοιλιά, δεν είδεν αδιάφορα το Δάφνη, όταν έφερε τα χαρίσματα.

Εκ του ύψους των υδραγωγείων δεν είχον εννοήσει την κραυγήν: «Άρτον και ιπποδρομίαςκαι ενόμιζον ότι επρόκειτο περί νέας εκρήξεως μανίας. Δεν ανέμενον μάλιστα να ίδωσι τον Πετρώνιον επανερχόμενον ποτέ πλέον. Ο Νέρων, όταν τον είδεν επιστρέφοντα, έτρεξε μέχρι των βαθμίδων. — Πώς; τι συμβαίνει εκεί κάτω; Μάχονται; Ο Πετρώνιος ανέπνευσε βαθέως.

Ελησμόνησα κατ' εκείνην την στιγμήν και το προς τον πατέρα μου σέβας, και τα διελθόντα επτά έτη αφ' ότου ήμην απών, και τους οιωνούς, υπό τους οποίους επέστρεφα εις την πατρικήν οικίαν. Η χαρά της μητρός μου, ότε μας είδεν, επεσκίασε παν άλλο της αίσθημα. Την ηύρα γεροντοτέραν αφ' ό,τι την εγνώριζα την καλήν μου μητέρα, αι δε αδελφαί μου, τας οποίας αφήκα παιδία μικρά, ήσαν ήδη ανθηρά κοράσια.

Ο Χριστός, καθώς τον είδεν ερχόμενον, ανεγνώρισεν ότι η σφραγίς του Θεού ήτο επί του μετώπου του, κα' είπεν: «Ίδε αληθής Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Πόθεν με γνωρίζεις; ηρώτησεν ο Ναθαναήλ. Τότε εδόθη η καρδιογνωστική απάντησις. «Προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν, ειδόν σε». Έθιμον είχον οι θεοσεβούντες Ιουδαίοι να μελετώσι το προσευχητάριόν των υπό δένδρον συκής.