United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεάνις ανέπνευσε και ώδευσε προς την οικίαν της, παραπατούσα όμως ακόμη, ως ζαλισμένη κόττα, και βλέπουσα πάντοτε εμπρός της μίαν εικόνα καλήν, τον εύμορφον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη, του σημαδιακού μοναχογυιού του καπετάν-Μαμμή. Πού να τσουρμάρη πλέον ο μοναχογυιός, και πού να φύγη! — Βάλε μια οκά! και βάλε μια οκά!

Η φωνή του διέλυσεν, ούτως ειπείν, τα μάγια, υπό την επήρειαν των οποίων διετέλει η αδελφή του Κ. Μελέτη. Ανέπνευσε βαθέως στενάξασα, αι χείρες έπεσαν επί των γονάτων της, οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν, το αίμα ανήλθεν εις τας παρειάς της, αλλά δεν ηδύνατο εισέτι να προφέρη λέξιν. Ο Κ. Μελέτης έλαβεν αντ' αυτής τον λόγον.

Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.

Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί των κάρρων. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί του απέβησαν επίσης άκαρποι.

Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός.... Ήσυχος και καταγάλανος ο κόρφος.

Αλλ' ουδέποτε ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα. 6. Προσέτι, εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πως όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και διά ποίου οργάνου; * Κατά τον Αναξαγόραν. Κατά τον Διογένην.

Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. — Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και δυστυχία εις αυτούς! — Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή.

Εκ του ύψους των υδραγωγείων δεν είχον εννοήσει την κραυγήν: «Άρτον και ιπποδρομίαςκαι ενόμιζον ότι επρόκειτο περί νέας εκρήξεως μανίας. Δεν ανέμενον μάλιστα να ίδωσι τον Πετρώνιον επανερχόμενον ποτέ πλέον. Ο Νέρων, όταν τον είδεν επιστρέφοντα, έτρεξε μέχρι των βαθμίδων. — Πώς; τι συμβαίνει εκεί κάτω; Μάχονται; Ο Πετρώνιος ανέπνευσε βαθέως.