United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεάνις ανέπνευσε και ώδευσε προς την οικίαν της, παραπατούσα όμως ακόμη, ως ζαλισμένη κόττα, και βλέπουσα πάντοτε εμπρός της μίαν εικόνα καλήν, τον εύμορφον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη, του σημαδιακού μοναχογυιού του καπετάν-Μαμμή. Πού να τσουρμάρη πλέον ο μοναχογυιός, και πού να φύγη! — Βάλε μια οκά! και βάλε μια οκά!

Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφητη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!

Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς!