Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Εν ω αντικρύ, καταμεσής, 'ς το λιμανάκι το καταγάλαζο, την εκαμάρωνε την καλήν οικοκυρά η σκούνα η κατάμαυρη με τάσπρο μπούρδο, του καπετάν-Μοναχάκη η καλοτάξειδη σκούνα, του ευτυχούς συζύγου της, με σημαίαις στολισμένη κατακαίνουργαις και με πολύχρωμα σινιάλα εορτάζουσα. Εξημέροναν τα Φώτα. Ο καπετάν-Μαμμής ήτον ο μόνος μεταξύ των ομοτέχνων του, πρώτος εις όλα.
Προσέκρουσεν εις τον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη όστις, αναλαβών πλέον την πλοιαρχίαν, επήγαινεν 'ς του Περιστεράκη, όπου εσύχναζεν η νεολαία, να τσουρμάρη, να καταρτίση το πλήρωμα, και σαν αγιασθούν τα νερά, να φύγη. Εζαλίσθη αίφνης η ωραία κόρη, να πέση εις την αγκαλιά του. Αλλ' ο νεανίας ευγενής, παρεμέρισεν.
— Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου. Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα. — Τι είπες, καπετάν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος.
Αλλ' από τον κόσμον εκρύπτετο. — Όλο πλέκεις πλειο! της έλεγαν αι γειτόνισσαι. — Κάλτσαις του καπετάν-Μοναχάκη! — Είχες γράμμα; — Είχα και είχα. Πώς θαρρείς; Και αντήχει ο Βράχος από την λαχταριστήν φωνήν της, και από τα γέλοια των άλλων. — Και μία γρηά, κακή γρηά, η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, την ερωτά κρυφά μίαν ημέραν εις τον φούρνον. — Σου στέλνει, παιδί μου;
Αληθές είνε, ότι αποπλέων ύψωσεν όλας τας σημαίας και όλα τα σινιάλα του. Αληθές είνε ότι ο έξυπνος Περιστεράκης καταχαρούμενος ετρατάριζεν όλους όσοι απερνούσαν από το μαγαζί του εκείνην την ημέραν για το κατευόδιο του καπετάν-Μοναχάκη του φίλου του οπού του άφησεν ένα εικοσιπεντάρικο για της πενετάδαις.
Η νεάνις ανέπνευσε και ώδευσε προς την οικίαν της, παραπατούσα όμως ακόμη, ως ζαλισμένη κόττα, και βλέπουσα πάντοτε εμπρός της μίαν εικόνα καλήν, τον εύμορφον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη, του σημαδιακού μοναχογυιού του καπετάν-Μαμμή. Πού να τσουρμάρη πλέον ο μοναχογυιός, και πού να φύγη! — Βάλε μια οκά! και βάλε μια οκά!
Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπετάν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.
Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.
Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνη πούλησι του Καπετάν-Πεφάνη. — Δίκηο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κ' εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στερηά. Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη!
Και ο Μοναχάκης εξηκολούθει ακόμη να τσουρμάρη εκεί εις του πονηρού Περιστεράκη την ταβερνίτσαν, όστις αναθαρρυνθείς πλέον τον επείραζε λέγων: — Αντί να τσουρμάρης καπετάν-Μοναχάκη, σ' ετσουρμάρισα εγώ, βλέπω. Ας βγη και ο Γενάρης, ν' αγνισθούνε καλά τα νερά. Ακόμα είνε παγωμένη η Αζοφική. — Καλά λες, εβεβαίωνε και ο Μοναχάκης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν