United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκαεγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.

Είχεν ανοίξει το κρασί της, ετραύλιζα εγώ. Η γειτόνισσά μας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια. Και μ' εφώναξε να με κεράση. Μου γέμισεν ένα ποτήρι. Το ήπια όλο χωρίς υποψίαν. Μου εφάνη κάτω-κάτω ότι είχε στάκτην ψιλήν, απόζουσαν. Την μισή την κατέπιον, την άλλην την έπτυσα. Η ίδια ήλθε πάλιν εις τους γάμους μου, μ' εκάπνισε μ' ένα καπνόν βρωμερόν ως ψόφιας νυκτερίδας δυσωδίαν.

Είχε διαδώσει τας ημέρας εκείνας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι τον καπετάν-Μοναχάκη τον επότισεν ο ίδιος ο πατέρας του. Αλλά πώς ήτο δυνατόν; Και από στόμα εις στόμα ευρέθη μία εξήγησις του παραδόξου τούτου, την οποίαν πάλιν η ίδια γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια την διέδωκεν. Ο καπετάν-Μαμμής δεν ήθελε τάχα για νύμφη του την Ξενιώ. Ήτανε φτωχούλα. Δεν ήταν και από σώι.

Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της. — Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπετάν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια. — Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει.

Αλλ' από τον κόσμον εκρύπτετο. — Όλο πλέκεις πλειο! της έλεγαν αι γειτόνισσαι. — Κάλτσαις του καπετάν-Μοναχάκη! — Είχες γράμμα; — Είχα και είχα. Πώς θαρρείς; Και αντήχει ο Βράχος από την λαχταριστήν φωνήν της, και από τα γέλοια των άλλων. — Και μία γρηά, κακή γρηά, η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, την ερωτά κρυφά μίαν ημέραν εις τον φούρνον. — Σου στέλνει, παιδί μου;

Δεν είνε δυνατόν αυτό, είπε. Η Μαθήνα γίνεται όργανον του Σατανά, όστις εβάλθη να με υποσκελίση. Δεν ήτο δυνατόν αυτή η τόσον αθώα κόρη να πράξη ένα τέτοιο έργον δαιμονικόν. Αλλ' αν το έκαμεν η μητέρα της εν αγνοία της κόρης της; Ούτε αυτό! Δεν το δέχεται η ψυχή μου. Ο Μοναχάκης δεν είχε καμμίαν σχέσιν με το σπίτι αυτό.