United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επιάσθηκαν επί της μικράς πλατείας, έμπροσθεν του μαγαζείου, και έστησαν τον χορόν, όστις εντός μιας ώρας ηύξησε κ' εμεγαλύνθη κατά πολλάς δωδεκάδας, καθόσον πάμπολοι αυθόρμητοι ή καλούμενοι υπό του Μανώλη προσήρχοντο διά να τους κεράση, και αφού εδευτέρωναν και ετρίτευαν, επροσηλυτίζοντο και δεν εξεκολλούσαν πλέον.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

Συμμετέσχε και αυτός της προσβολής, έδωσε και αυτός ένα χέρι και όχι μόνον δεν εθύμονε, δεν εζήτει εκδίκησιν ο Μάρτης, αλλ' αναγνωρίζων το δίκαιόν του επροσφέρετο να τον κεράση κι' όλα. . . Βεβαίως εάν και οι μήνες ήσαν θνητοί, ως οι άνθρωποι, ο Μάρτης θα επήγαινε με τα παπούτσια εις τον Παράδεισον.

Αλλ' η τοιαύτη μελαγχολική υποδεξίωσις δεν τον εμπόδισεν από του να μας επιδείξη την ευχαρίστησίν του επί τη μετά του πατρός μου συναντήσει. Μας ηνάγκασε να καθήσωμεν, επέμεινε να μας κεράση και μεταξύ φιλοξενών μας διηγήθη τα διατρέξαντα.

Είχεν ανοίξει το κρασί της, ετραύλιζα εγώ. Η γειτόνισσά μας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια. Και μ' εφώναξε να με κεράση. Μου γέμισεν ένα ποτήρι. Το ήπια όλο χωρίς υποψίαν. Μου εφάνη κάτω-κάτω ότι είχε στάκτην ψιλήν, απόζουσαν. Την μισή την κατέπιον, την άλλην την έπτυσα. Η ίδια ήλθε πάλιν εις τους γάμους μου, μ' εκάπνισε μ' ένα καπνόν βρωμερόν ως ψόφιας νυκτερίδας δυσωδίαν.

Βάλτε το για το χωριό, κ' εγώ θα μείνω παραπίσω· θέλω να κατεβώ ως τον γιαλό, να πλύνω τα ποδάρια μουκαι μπορεί να σας φτάσω στον δρόμο· αλλοιώς περνάτε απ' το σπήτι, ν' αφήστε τα σύνεργα, να σας κεράση η κυρά και το σουρούπωμα σας βρίσκω κάτω στην πιάτσα, και σας δίνω τα μεροκάματα», — «Καλό, αφέντη». Εκείνοι έκαμαν κατά τη ράχη, κι' ο γέρο-Σκοινάς κατά το ρέμμα.

Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζεία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφως κατήντησαν εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράση.

Ενύκτωσε κ' εκαθόμουν έξωθεν του μαγαζείου του αγαπητού νεαρού φίλου μου του Κωστή του Τσαμασφόρου, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος. Ο Κωστάκης μου έφερε ποτήριον ρακίου να με κεράση και μου είπε·Δεν πήγες, μπάρμπ’-Αλέξανδρε, στην Παναγία την Κεχριά; Εγώ θα πάω. — Τώρα που νύκτωσε; Τι λες! — Έχει φεγγαράκι. Έπια, κ' εισήλθεν εις το μαγαζί του κρατών τον δίσκον.

Αλλ' ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο αποτόμως να κεράση, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν «να το κάμη φόρα» προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανή φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά.

Αν ερωτάς κι' από κοντραπούντους κι' από μπουκλούκια . . . κανείς δεν μπορεί να βγάλη πλώρη μαζί τους. Είνε εις όλα πρώτο νούμερο. Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράση τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι.