United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όλην την άλλην ημέραν δεν έκαμεν άλλο παρά να περιδιαβάζη και να βλέπη τα πλέον περίεργα του τόπου και το βράδυ ετραβάτο εις το κονάκι του. Μίαν ημέραν ήκουσεν ότι ο βασιλεύς Καπαλκάμ ετοιμάζετο διά να πηγαίνη με μεγάλον στράτευμα εναντίον δύο γειτόνων του βασιλέων που ήρχονταν διά να του πάρουν τους τόπους του.

"Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα, Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω, Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„ "Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.

Ανυπόμονος ο Καλίφης διά να πληρώση την επιθυμίαν του, αφίνει τους δούλους και τα άλλα εις το κονάκι, και την ιδίαν ώραν ξαναγυρίζει προς τον ευεργέτην του, και ευρίσκοντάς τον μόνον είπεν.

Εγώ βλέποντάς την τοιούτης λογής θυμωμένην ανεχώρησα, και επήγα διά να αναπαυθώ εις το κονάκι μου· και πριν υπάγω να κοιμηθώ μία σφοδρά θέρμη με επλάκωσεν από τον πόνον της αγάπης, και όλην εκείνην την νύκτα επέρασα κακώς έχοντας.

Ύστερον ευχαριστώντας τον διά την μεγάλην δεξίωσιν που του έδειξε, και διά τες πολλές χάρες που του έκαμε, εγύρισε και ήλθεν εις το κονάκι του· και ευθύς ετοιμάσθη και εμίσευσε διά το Μπαγδάτι με όλους τους δούλους, σκλάβας, σκλαβόπουλο και άλλα δώρα που από τον Αμπτούλ έλαβεν.

Ω φίλε, μεγάλην σύγχισιν μου έδωσες μην ηξεύροντας πού ήσουν, και εφοβούμουν μήπως και σου έτυχε τίποτες εναντίον και ποίαν μεταβολήν βλέπω εις του λόγου σου; υποκάτω εις ποία φορέματα μου παρουσιάζεσαι εις τους οφθαλμούς μου, μου φαίνεται να είσαι εις καλήν στάσιν; Βέβαια, φίλε μου εγώ του απεκρίθηκα, η τύχη μου μ' εμετάβαλεν εις ευτυχίαν· θέλω και συ να είσαι μάρτυς όλης μου της ευτυχίας και να ωφεληθής και συ από την ευτυχίαν μου· παραίτησε το κονάκι σου, και έλα να κατοικήσης μετ' εμένα.

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Μια 'μέρα ο φίλος του Καραϊσκάκη ο Αντρέας Ίσκος σηκώνεται, παίρνει μαζί του τέσσερους πέντε στρατιώτες, πού είχαν πολεμήση με τον Καραϊσκάκη, και πάειτο κονάκι του Ράγκου να τον ιδή. Άρχισαν να τα λεν. Τα παλικάρια έμειναν απόξω, 'σ τ' άλλο δωμάτιο. Άξαφνα ο Ίσκος έκαμε πώς θέλει ν' ανάψη το τσιμπούκι του και φώναξε ένα από τα παιδιά μέσα.

Ο κόσμος δε με χωρούσε. Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περιβόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι τόκαμαν ταγαπημένο το σπίτι μας! Πώς έπεσε στα χέρια των έξ' απ' εδώ αφού ξενιτεύτηκα, μη ρωτάς.

Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.