United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλά καλά, είπεν ο Κατής χαμογελώντας· εγώ αυτό το εκαρτερούσα, Ουστά Ομάρ· ήμουν αρκετά βεβαιωμένος ότι εσύ ήθελες κάμει ένα παρόμοιον πανηγυρικόν της θυγατρός σου· μα ήξευρε, ακριβέ μου φίλε, ότι ετούτη η ασχημοτάτη, η κολοβή και σακάτισσα, με όλα τα άλλα ελαττώματα που έχει, είνε πολλά αγαπημένη από έναν άνθρωπο, ο οποίος επιθυμεί να την πάρη εις γυναίκα, και αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ.

Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.

Και εκεί που εκαρτερούσα την απόκρισιν με το μετζίλι, αλλοί εις εμένα, μου έφερε μαντάτα πολλά θλιβερά, ότι ο βασιλεύς πατέρας μου μανθάνοντας ότι οι Άραβες κλέφτες, που μας επάτησαν, εσκότωσαν όσους και αν είχα κοντά μου, και λογιάζοντας ότι και εγώ έμεινα σκοτωμένος, από την λύπην του απέθανε, και ότι ανέβη εις τον θρόνον του ένας εξάδελφός μου, ονόματι Αμαδεδίν, ο οποίος με μίαν γραφήν που έγραψε με το ίδιον μετζίλι μου εσημείωνε την χαράν που ο λαός έλαβεν, ακούοντας πως ευρισκόμουν ζωντανός· και ότι με εκαρτερούσε μετά πάσης χαράς διά να πηγαίνω το συντομώτερον, και ήτον έτοιμος διά να μου απαρατήση θεληματικώς τον θρόνον που εις εμέ απαρθένευεν.

Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου.

Ετούτος ο όρκος είναι ανωφελής, λέγει η βασίλισσα, επειδή και οι νόμοι μου με προστάζουν να ξεμακρύνω από λόγου σου, διατί οι νόμοι των εξωτικών είνε αμετάβλητοι· παύσε το λοιπόν να με παρακινής πλέον να μείνω μαζί σου· αχ! αν εις εμένα εστέκουνταν να σε συμπαθήσω, δεν εκαρτερούσα περισσότερον να με παρακαλέσης.

Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.

Εγώ δεν επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι θα δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ έτσι συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με λάβης γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς το στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την αγάπην που σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν μας, εγώ το επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα εμπόδιον πολλά ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να καταλάβης τον κακοφανισμόν μου.

Ω βασίλισσα, εφώναξεν ο Ρουσκάδ, ευθύς που είδε την Κεριστάνην, αξιώθηκα το λοιπόν διά να σε ξαναϊδώ, εις καιρόν που δεν ήλπιζα να είμαι πλέον εις την ενθύμησίν σου; Όχι, Ρουσκάδ, απεκρίθη η Κεριστάνη, μη στοχάζεσαι πως το μάκρος του καιρού με έκαμε να σε αλησμονήσω· εγώ πάντα σε είχα εις την καρδίαν μου, μα εκαρτερούσα να δοκιμάσω αν μου ήσουν πιστός· και τώρα που σε εκατάλαβα διά πιστόν, έκαμα και σε έφεραν εδώ διά να χαρούμεν κατά τον πόθον μας· και θέλω σήμερον να πληρώσω το τάξιμον, που σου έκαμα, διά να σε λάβω νόμιμόν μου άνδρα.