United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ατρείδη, θα ποδίσομεν εμείς, νομίζω, τώρα, Κι' οπίσω θα γυρίσομεν, αν φύγομεν τον Χάρον· Ότ' ο λοιμός, κι' ο πόλεμος τους Αχαιούς δαμάζει. Έλ' ας 'ρωτήσωμέν τινα μάντιν, ή ιερέα, Να 'πη τι τόσον θύμωσεν ο Φοίβος ο Απόλλων; Μη μέμφεται για τάξιμον; Ή μη για εκατόμβην; Ή μήπως θέλει λίπ' αρνιών, ή και γιδιών τελείων Να λάβη, κ' ύστερ' το κακόν να μας τ' απομακρύνη; Έτσ' είπ' αυτός· και κάθησε.

Αφέντη, εγώ σου ομολογώ την αλήθειαν πώς τον ηύρα· μα ήξευρε πως να με κάμουν χίλια κομμάτια δεν θέλω τον φανερώσει· μα σου τάσσω πως να σου δίνω κάθε ημέραν από χίλια φλωριά και να με αφήσης ήσυχον εις το εξής. Ο Σμπουλφάτ ευχαριστήθη διά το τάξιμόν μου· και έστειλε με εμένα ένα του πιστόν δούλον, και του εμέτρησα τριάκοντα χιλιάδες φλωριά διά τον πρώτον μήνα.

Και έκτοτε ο μπάρμπ’-Αλέξης ο Καλοσκαιρής ωρκίσθη να μη παραβή επί ζωής του τους περί ναυτιλίας νόμους, και να μη συνταξειδεύση πλέον με τον Γιάννην τον Πανταρώταν. Είχα τάξιμο να υπάγω στην Κεχριάν να ψάλω το «Πεποικιλμένη». Από χρόνων δέκα κεδέν είχα επισκεφθή την Παναγίαν την Κεχριάν. Και παρημέλησα το τάξιμόν μου, και δεν απεφάσιζα να υπάγω.

Τα παιδάκια τα ανηρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήσαν ομοιώματα μικρών παιδίων, ταχθέντα από τας μητέρας, όταν τα μικρά των ήσαν άρρωστα, εις την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, την μητέρα του θείου βρέφους, και προσφερθέντα εις τον ναόν της μετά την ίασιν των αρρώστων. Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήτο και αυτό βεβαίως από τάξιμον.

Ο υιός του παπά, ο Σπύρος, έκαμνε συχναίς &μετάνοιες&, και όσον αίμα είχε, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον ορατόν μέλος του σώματός του. Η παπαδιά εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της είχε κρίνει ότι ώφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι' αυτόν ήτο το τάξιμον.

Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη.

Και τότε δα θαρρεύθηκε, και είπ' ο άγιος μάντις· Δεν μέμφεται για τάξιμον αυτός, ή εκατόμβην, Μον για τον ιερέα του, 'π' ατίμασ' ο Αγαμέμνων. Κι' ουδέ την κόρ' απόλυκε, ουδέ τα λύτρ' εδέχθη. Για τούτο πόνους έδωσε· κι' ακόμα θέλει δώσει.

Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέφη εις την νήσον του, φέρει τα τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν' αγρυπνήση όλην την νύκτα.

Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον. Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν.

— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμάτον αφρόν.