United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ότι όλοι όσοι δεν την έχουν θα θελήσουν να την αποκτήσουν, εγώ σας το εγγυώμαι· και πρώτα πρώτα εγώ, έπειτα ο Κλεινίας αυτός, και κοντά σ' εμάς ο Κτήσιππος απ' εκεί και όλοι αυτοί οι άλλοι που βλέπετε, και του έδειξα τους εραστάς του Κλεινίου που μας είχαν ήδη περικυκλώση· διότι, πρέπει να σου είπω, ο Κτήσιππος κατ' αρχάς είχε καθήση αρκετά μακρυά από τον Κλεινίαν· αλλ' επειδή ο Ευθύδημος, όσο μου ωμιλούσε, έσκυβε προς τα εμπρός, απέκρυπτε τον Κλεινίαν, που εκάθητο μεταξύ των δύο μας, από τους οφθαλμούς του Κτησίππου· αυτός όμως, επειδή δεν ήθελε να στερήται την θέαν του φίλου του, είναι δε συγχρόνως και νέος φιλομαθής, εσηκώθηκε πρώτος και ήλθε κ' εστάθηκε κοντά μας· άμα τον είδαν λοιπόν και οι άλλοι εμιμήθησαν το παράδειγμά του κ' ήλθαν κ' εστάθηκαν γύρω μας, και οι ερασταί του Κλεινίου και οι φίλοι του Ευθυδήμου και του Διονυσοδώρου.

Τότε ο Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ έκαμα καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα, εβαλθήκαμεν με τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου, και εκινήσαμεν και ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου.

Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• εδώτην στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν άλλον θ' αφήσουμε πτωχόνεμάς να πλησιάση».

Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να καταλάβω.

Είπε• οι θεοί συνάχθηκαντο χάλκινο το δώμα• ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας, ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε• αλλ' η θεαίς απ' εντροπήτο σπίτι έμειναν όλαις. οι αγαθοδόταις οι θεοίτα πρόθυρα εσταθήκαν• 325 γέλιοτους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη, ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου. κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας• «Δεν προκόβουν η κακαίς πράξες• και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει. ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, 330 αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων, με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση».

Ο υιός, του Αμπτουλά ήτον περισσότερον θλιμμένος διά την αχαριστίαν των φίλων του των ψεύτικων, που εστάθηκαν συμβοηθοί και έφθειρε τον πλούτον του, παρά εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν, όθεν απεφάσισε να ξεμακρύνη από την Δαμασκόν, διά να μην τους μεταϊδή εις τα μάτια του και θλίβεται περισσότερον.

Ήλθε και ο βαυαρός ο ιατρός, με τα μαύρα ευρωπαϊκά ρούχα του, εκεί εις τον χορόν, στιλπνός, καθαρός, με το παράσημον εις το στήθος του, φράγκος αυτός, αλλ' από την καλωσύνην του εορτάζων μαζύ μας. Ήλθαν και οι δύο εξόριστοι διά τα ναυπλιακά αξιωματικοί με χρυσά κουμπιά και με σειρίτια, με τα σπαθιά τους, με της σπαλέταις τους της βαυαρικαίς, και εστάθηκαν δίπλα, κοντάτο δεσποτικόν.

Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη.

Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαντο σιάδι• και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαντο υπέρλαμπρον αμάξι, 190 τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με εδώ, μήπωςτο σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».

Εσταμάτησαν στον τόπο τους συμμαζωμένα. Σα νάνιωθαν βέβαιον τόρα τον κίντυνο, εστάθηκαν άσειστα στου στενού μονοπατιού το διάσελο. — Το Λιάρο, Κοπρούλα, το δέφτερο· έσκουξε ο φοβερός μακελάρης με τη βαριά στον ώμο, στο μπροστινό βοϊδολάτη, τον κοντεινότερο.