United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δρόμων έλεγεν ότι ο Αρισταίνετος είνε παιδεραστής και με την πρόφασιν των μαθημάτων έχει τα ωραιότερα παιδιά• και με τον Κλεινίαν κρυφομιλεί και του υπόσχεται ότι θα τον κάμη μεγάλον και ένδοξον. Εκτός τούτου τον παίρνει και διαβάζουν μαζή κάτι ερωτικούς λόγους των παλαιών φιλοσόφων προς τους μαθητάς των και όλο με τον Κλεινίαν καταγίνεται.

ΧΕΛ. Και γιατί τώρα αυτός έκαμε τον Κλεινίαν να τραβηχτή από σένα; ΔΡΟΣ. Δεν ξέρω, Χελιδόνιον• αλλ' ενώ το παιδί δεν εκοιμήθη ποτέ με άλλην, αφ' ότου εγνώρισε γυναίκακαι η πρώτη γυναίκα που πλησίασε ήμουν εγώέχει τρεις ημέρες τώρα να φανή εδώ.

Δι' αυτάς όμως τας γραπτάς διατάξεις, εάν κανείς ζητή να κρίνω εγώ ποία προτιμώ να θεσπισθούν γραπτώς εις την πόλιν, θα επροτιμούσα τας εκτενεστέρας και μάλιστα θα επροτιμούσα ακριβώς τούτο το παράδειγμα να εφαρμοσθή εις όλους τους νόμους, δηλαδή να γίνουν και τα δύο. Βεβαίως όμως και εις τον Κλεινίαν απ' εδώ πρέπει να αρέσουν όσα νομοθετούμεν τόρα.

Τότε ο Ευθύδημος, — Όταν λέγωμεν, είπεν, ένα πράγμα που δεν είναι, εννοούμεν τίποτε άλλο παρά πως αυτό το πράγμα δεν υπάρχει; — Μάλιστα, πως δεν υπάρχει. — Και ένα πράγμα που δεν υπάρχει, καθόλου βέβαια και πουθενά δεν υπάρχει. — Σύμφωνος. — Και ημπορεί λοιπόν να ενεργήση κανείς τίποτε με τα πράγματα που δεν υπάρχουν, εις τρόπον ώστε να κάμη εις τον Κλεινίαν, όποιος και αν είναι, κάτι που καθόλου δεν υπάρχει; — Δεν μου φαίνεται εμένα τουλάχιστον, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Αλλά οι ρήτορες, όταν ομιλούν ενώπιον του λαού, τίποτε δεν ενεργούν; — Ενεργούν βέβαια. — Αφού λοιπόν ενεργούν, θα πη πως κάμνουν κάτι. — Μάλιστα. — Ώστε ομιλώ σημαίνει ενεργώ και κάμνω. — Έστω. — Κανείς λοιπόν δεν λέγει πράγματα που δεν υπάρχουν, διότι και απλώς με το να λέγη, κάμνει ήδη κάτι τι, συ δε ωμολόγησες ότι είναι αδύνατον να κάμη κανένα πράγμα που δεν υπάρχει· ώστε, συμφώνως με την ομολογίαν σου, κανείς δεν ημπορεί να ειπή ψέμματα, αλλά, εάν ωμίλησεν ο Διονυσόδωρος, είπε πράγματα αληθινά και που υπάρχουν. — Ναι, μα τον Δία, Ευθύδημε, απήντησεν ο Κτήσιππος· ίσως να λέγη ο Διονυσόδωρος πράγματα που είναι, δεν τα λέγει όμως και όπως είναι.

Αυτά σου έγραψα μίαν στιγμήν που κατώρθωσα να διαφύγω την επίβλεψίν του. Ευτύχει και ενθυμού τον Κλεινίαν». ΔΡΟΣ. Πώς σου φαίνεται το γράμμα, Χελιδόνιον : ΧΕΛ. Βέβαια δεν είνε καθόλου ευχάριστον, αλλά το «ενθυμού τον Κλεινίαν» αφήνει κάποιαν ελπίδα. ΔΡΟΣ. Έτσι κι' εμένα μου 'φάνηκε. Αλλά πεθαίνω από έρωτα και τι να κάμω δεν ξέρω.

Τότε εγώ εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του είπα·Διατί, φίλε μου, γελάς διά πράγματα τόσον σοβαρά και ωραία; Και αμέσως ο Διονυσόδωρος, — Μπα! και είδες ποτέ σου εσύ, μου είπε, Σωκράτη, κανένα πράγμα ωραίον; — Είδα, του απήντησα, και πολλά μάλιστα, Διονυσόδωρε. — Και αυτά αρά γε ήσαν διαφορετικά από το ωραίον, ή το ίδιο πράγμα με αυτό;

Την δε εκλογήν ας την αναθέσωμεν τόρα εις τον Κλεινίαν και, οποιοσδήποτε άλλος θελήση, ας επιστατήση εις την παρομοίαν εκλογήν, συμφώνως με τον χαρακτήρα του να μοιράση ό,τι είναι αρεστόν εις αυτόν από τους νόμους της πατρίδος του. Η πρώτη λοιπόν πόλις και το πολίτευμα και οι καλλίτεροι νόμοι υπάρχουν εκεί, όπου συμβαίνει όσον το δυνατόν περισσότερον η παλαιά παροιμία.

Εις αυτό πλέον εγώ δεν ημπορώ να συμφωνήσω με τον Κλεινίαν, αξιοθαύμαστε φίλε. Διότι βεβαίως αυτή η πράξις είναι η μεγαλειτέρα από όλας τας καταστροφάς. Διότι συμβαίνει εις την αρχήν πάντοτε της ανατροφής. Αλλ' ας προσέξωμεν αν λέγομεν τίποτε σπουδαίον. Λέγε τι εννοείς. Ότι τόρα η συζήτησίς μας δεν περιστρέφεται εις μικρόν ζήτημα. Πρόσεχε δε και συ, και κρίνε συγχρόνως ημάς συ, Μέγιλλε.

Αφού λοιπόν είπα αυτά, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν διά να ιδώ κατά ποίον τρόπον θα επελαμβάνοντο της συζητήσεως και πως θα ήρχιζαν διά να παροτρύνουν τον Κλεινίαν εις την άσκησιν της σοφίας και της αρετής.

Ενώ μετέβαινον εις το Κυνόσαργες και ήμην πλησίον του Ιλισσού, ήκουσα φωνήν ήτις έλεγε : «Σωκράτη, Σωκράτη». Ως δε έστρεψα και εξήταζα πόθεν ήτο η φωνή, βλέπω τον Κλεινίαν τον υιόν του Αξιόχου να τρέχη εις την Καλιρρόην μετά του μουσικού Δάμινος και του Χαρμίδου του υιού του Γλαύκωνος• ήσαν δε οι δύο ούτοι εις αυτόν, ο μεν διδάσκαλος της μουσικής, ο δε εραστής συγχρόνως και ερωμένος.