Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


ΚΥΝ. Διότι δεν πράττομεν τίποτε οι άνθρωποι με την θέλησίν μας, αλλ' υπακούομεν εις μίαν ανάγκην αναπόφευκτον, εάν είνε αληθή εκείνα τα οποία προηγουμένως ωμολόγησες, ότι η Μοίρα είνε πάντων η αιτία• και αν φονεύη κανείς, αυτή φονεύει, και αν ιεροσυλή, εκτελεί της Μοίρας προσταγήν.

Ειπέ μου χώρα, φίλτατε· η ευσέβεια, η οποία εξυπηρετεί τους θεούς, εις ποίου έργου την εκτέλεσιν ημπορεί να τους εξυπηρετή; Είναι φανερόν ότι συ το γνωρίζεις αυτό, επειδή ίσαίσα ωμολόγησες ότι γνωρίζεις τα θρησκευτικά ζητήματα εξόχως άριστα, όσον κανείς από τους ανθρώπους όλους. Ευθύφρων. Και είπα βέβαια την αλήθειαν, ω Σώκρατες. Σωκράτης.

Διότι, θα ειπή αυτός ο άνθρωπος, εάν βεβαίως πρέπη περισσότερον η συκίνη από την χρυσήν, δεν θα ειπή αυτό ότι είναι συγχρόνως και ωραιοτέρα, αφού Σωκράτη μου, ωμολόγησες ότι το πρέπον είναι ωραιότερον από το μη πρέπον; Άλλο τίποτε θα απαντήσωμεν, φίλε Ιππία, παρά θα ομολογήσωμεν ότι η συκένια είναι ωραιοτέρα από την χρυσήν; Ιππίας.

Αφού ωμολόγησες ότι είναι καλόν διά τον άρρωστον το φάρμακον, όταν υπάρχη ανάγκη να το πάρη, πρέπει λοιπόν αυτό το καλόν να το πάρη εις όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν ποσότητα, και νομίζεις ότι θα τον ωφελούσε περισσότερον, αν έτριβε κανείς και του έδινε να πιη μίαν ολόκληρον άμαξαν ελλεβόρου; — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν, Ευθύδημε, εάν βέβαια εκείνος που θα το έπινε ήτον τόσο μεγάλος, όσος ο ανδριάς που είναι εις τους Δελφούς. — Και αφού λοιπόν είναι καλόν να πηγαίνη κανείς εις τον πόλεμον με όπλα, θα έπρεπεν αρά γε να φορή και όσον το δυνατόν περισσοτέρας ασπίδας και δόρατα, αφού είναι καλόν; — Και βέβαια έτσι πρέπει, είπεν ο Κτήσιππος· ή μήπως εσύ δεν το παραδέχεσαι, Ευθύδημε, και φρονείς ότι πρέπει να πηγαίνη με ένα μόνον δόρυ και με μίαν ασπίδα; — Ναι έτσι λέγω. — Έτσι λοιπόν θα ώλπιζες εσύ και τον Γηρυόνην και τον Βριάρεων; κρίμα κ' εγώ ενόμιζα πως κάτι περισσότερα νοιώθετε, εσύ και ο φίλος μας απεδώ, αφού μάλιστα είσθε και διδάσκαλοι της οπλομαχητικής..

Τότε ο Ευθύδημος, — Όταν λέγωμεν, είπεν, ένα πράγμα που δεν είναι, εννοούμεν τίποτε άλλο παρά πως αυτό το πράγμα δεν υπάρχει; — Μάλιστα, πως δεν υπάρχει. — Και ένα πράγμα που δεν υπάρχει, καθόλου βέβαια και πουθενά δεν υπάρχει. — Σύμφωνος. — Και ημπορεί λοιπόν να ενεργήση κανείς τίποτε με τα πράγματα που δεν υπάρχουν, εις τρόπον ώστε να κάμη εις τον Κλεινίαν, όποιος και αν είναι, κάτι που καθόλου δεν υπάρχει; — Δεν μου φαίνεται εμένα τουλάχιστον, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Αλλά οι ρήτορες, όταν ομιλούν ενώπιον του λαού, τίποτε δεν ενεργούν; — Ενεργούν βέβαια. — Αφού λοιπόν ενεργούν, θα πη πως κάμνουν κάτι. — Μάλιστα. — Ώστε ομιλώ σημαίνει ενεργώ και κάμνω. — Έστω. — Κανείς λοιπόν δεν λέγει πράγματα που δεν υπάρχουν, διότι και απλώς με το να λέγη, κάμνει ήδη κάτι τι, συ δε ωμολόγησες ότι είναι αδύνατον να κάμη κανένα πράγμα που δεν υπάρχει· ώστε, συμφώνως με την ομολογίαν σου, κανείς δεν ημπορεί να ειπή ψέμματα, αλλά, εάν ωμίλησεν ο Διονυσόδωρος, είπε πράγματα αληθινά και που υπάρχουν. — Ναι, μα τον Δία, Ευθύδημε, απήντησεν ο Κτήσιππος· ίσως να λέγη ο Διονυσόδωρος πράγματα που είναι, δεν τα λέγει όμως και όπως είναι.

Και εκείνος·Πρόσθετε τώρα, είπε, ό,τι σου αρέση, αφού μου ωμολόγησες πλέον ότι γνωρίζεις το παν. — Πραγματικώς, αφού δεν έχει καμμίαν σημασίαν το: &όσα γνωρίζω,& φαίνεται ότι γνωρίζω το παν. — ομολόγησες δε ακόμη, ότι και πάντοτε γνωρίζεις με το μέσον που γνωρίζεις, είτε όταν γνωρίζης κάτι τι είτε όπως αλλέως θέλεις να το πάρης· με φθάνει πως ωμολόγησες, ότι πάντοτε γνωρίζεις και συγχρόνως τα πάντα· είναι λοιπόν φανερόν ότι εγνώριζες και όταν ήσουν παιδί, και κατά την στιγμήν της γεννήσεώς σου, και κατά την στιγμήν της συλλήψεώς σου ακόμη, και πριν να γεννηθής ο ίδιος, και πριν να γίνη ο ουρανός και η γη, εγνώριζες τα πάντα, αφού πάντοτε γνωρίζεις, και μα τον Δία, και πάντοτε θα γνωρίζης τα πάντα, εάν το θέλω εγώ.

Ότι δεν είνε άξιος να υποστή την αυτήν τιμωρίαν έχει μαρτυρηθή υπό σου, όστις ήδη ωμολόγησες ότι είνε χρηστός. Κατ' ανάγκην λοιπόν εις την ανάκλησιν της αποκηρύξεως και την συγχώρησιν δεν χωρεί μετάνοια, μετά τόσην κρισολογίαν και δύο δίκας, την πρώτην κατά την οποίαν εζήτησες την αποκήρυξιν και την δευτέραν κατά την οποίαν μετεμελήθης και κατήργησες την αποκήρυξιν.

Δείξε δε κάποιαν προφύλαξιν ίνα μη ανταποδίδοντες τα ίσα μεταξύ μας, αναγκαζώμεθα να επαναλαμβάνωμεν τας φορτικάς σκηνάς των κωμωδιών και μη θέλε να με αναγκάσης να σου λέγω εκείνο το «εάν εγώ, ω Σωκράτη, τον Σωκράτην δεν γνωρίζω, έχω λησμονήσει και τον εαυτόν μου» και ότι «επεθύμει μεν να λέγη, αλλ' έκαμνε τον δύσκολον»· αλλά σκέψου ότι δεν θ' αναχωρήσωμεν απ' εδώ προτού συ είπης όσα ωμολόγησες ότι κρύπτεις εντός του στήθους σου.

Δεν ωμολόγησες ότι και όσοι δεν γνωρίζουν είναι από εκείνους που δεν έχουν κάτι; Συγκατένευσεν. — Ώστε όσοι μανθάνουν, είναι από εκείνους που αποκτούν κάτι τι, και όχι από εκείνους που έχουν. — Βεβαίως. — Ώστε μανθάνουν, Κλεινία, εκείνοι που δεν γνωρίζουν και όχι εκείνοι που γνωρίζουν.

Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά σου; — Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η υγεία αλλού.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν